Rights for this book: Public domain in the USA. This edition is published by Project Gutenberg. Originally issued by Project Gutenberg on 2013-02-06. To support the work of Project Gutenberg, visit their Donation Page. This free ebook has been produced by GITenberg, a program of the Free Ebook Foundation. If you have corrections or improvements to make to this ebook, or you want to use the source files for this ebook, visit the book's github repository. You can support the work of the Free Ebook Foundation at their Contributors Page. The Project Gutenberg EBook of Dionysios Solomos - Complete Extant Works, by Dionysios Solomos This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online at www.gutenberg.org Title: Dionysios Solomos - Complete Extant Works Author: Dionysios Solomos Release Date: February 6, 2013 [EBook #42031] Language: Greek *** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK DIONYSIOS SOLOMOS--COMPLETE WORKS *** Produced by Sophia Canoni. Many thanks to George Canonis for his valuable help in proofreading. Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Footnotes have been converted to endnotes and their numbers are included in []. The edition itself has notes in three parts, which are included in (). After: the "hymn to liberty", "to the death of Lord Byron" and the "Satyres".// Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό, κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οι υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου και οι αριθμοί τους περικλείονται σε []. Η έκδοση έχει σημειώσεις που περικλείονται σε () σε τρία μέρη: Μετά: τον "Ύμνο εις την ελευθερία", "εις τον Θάνατο του Λόρδου Μπάιρον" και τα "Σατιρικά". ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ ΣΥΛΛΟΓΗ EKKPITΩN ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΞΕΝΩΝ TE ΕΝ ΕΛΛΗΝIΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ Κ.Κ. ΣΠ. ΒΑΣΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Γ. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ, Σ. Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ(καθ. της φιλ.), ΣΠΥΡ. Π. ΛΑΜΠΡΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Μ. ΛΑΠΠΑ (δ. φ.), Θ. ΛΙΒΑΔΑ (δ. φ.), Μ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Ι. ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Θ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. γυμν.), Ν. Γ. ΠOΛΙΤΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΥ (δ. φ.), Ε. ΡΟΙΔΟΥ (δ ν), Σ. Κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), I. ΣΒΟΡΩΝΟΥ (διευθ. νομισμ. μουσ.), Γ. ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ (εφ. τ. αρχ.), XP. ΤΣΟΥΝΤΑ (εφ. τ. αρχ.), Δ. ΦΙΛΙΟΥ (εφ. τ. αρχ), Γ. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ (καθ. εν τω Πανεπ.) και άλλων λογίων ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΕ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ Γ. Χ. ΚΩΝΣΤΑ -------------- ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΜΑΡΑΣΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΑΡ. 11. -------------- ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΤΥΠΟΙΣ Π. Α. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΚΑΡΟΛΟΥ ΜΠΕΚ 1901 Διονύσιος Σωλομός Κατά Σχεδιογράφημα Γ. ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ Α Π Α Ν Τ Α ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΜΕΤΑ ΠΡΟΛΟΓΟΥ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΥΠΟ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΠΕΝΤΕ ΦΩΤΟΤΥΠΙΩΝ ΚΑΤΑ ΣΧΕΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ Ν. ΓΥΖΗ και Γ. ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ 1901 ΣΟΛΩΜΟΣ Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Τη Μούσα του Σολωμού, από τα παιδικά μου χρόνια κι αν τη γνώρισα, δεν την αγάπησα με τη φλόγα του πρώτου καημού· γιατί παιδί δεν ήμουν όταν επρόσεξα 'ς αυτή. Και μ' έδεσε με την ασύντριφτην αλυσίδα που δένει το πάθος κάποτε τη μαθημένη καρδιά, την ώριμην ηλικία. Ο Σολωμός δεν είναι ποιητής για να συγκινήση εκείνους που με παιδικήν ελαφρότητα στοχάζονται τα πνευματικά. Άλλων ομοτέχνων του τα έργα, κ' εδώ κι αλλού, εύκολα τα πλησιάζει κανείς και τα νοστιμεύεται, κ' ευκολώτερα τα χορταίνει και τα λησμονεί· εκείνου ο στίχος, — νόημα, λόγος, μέτρα, — δεν έχει την απλότητα και δεν ξανοίγεται σαν των άλλων. Δυσκολεύει κ' η γλώσσα του, ξένη προς την παράδοση της σχολικής παιδείας, αταίριαστη με τη γλώσσα του γραφείου μας και του βιβλίου μας, όσο κι αν είναι ταιριαστή με τα βαθύτερα της ψυχής μας· μα γι' αυτό κι ο στίχος του όσους θα τραβήξη τους τραβάει στοχαστικώτερα, και μια για πάντα. Μετρημένοι ακόμα κι όσοι αισθάνονται τη σπουδαιότητα της τέχνης του Σολωμού, καθώς πρέπει, κ' εκεί που προ πάντων αξίζει να την αισθανθούν. Μπορεί να λέμε για τον ψάλτη των «Ελεύθερων πολιορκημένων» ό,τι είπεν ο φιλόσοφος Νίτσε για το Γκαίτε: «Ακόμα δεν εδειξεν όλη την επιρροή του, ακόμα δεν ήρθε ή ώρα του». Δεν ξέρω αν βρίσκεται 'ς άλλη λογοτεχνία ποιητής, μ' έργα έτσι λιγοστά κ' έτσι μισοκάμωτα, όμοια γερός και πλούσιος και σημαντικός [ 1 ]. Το έργο του φέρνει 'ς το νου κάποια ερείπια σε κάποιες κορφές· ανεβαίνουμ' εκεί προς εκείνα, και τόσο δε μιας εντυπώνονται τα ερείπια όσο οι ολάνοιχτοι ορίζοντες που ξανοίγονται 'ς τα μάτια ανάμεσό τους εκεί. Από καιρό ονειρεύομαι να πλέξω βιβλίον ολόκληρο γύρω 'ς την ιδέα του ποιητή· εξ αφορμής του έργου που μας άφησε, και, πλατύτερ' ακόμα, εξ αφορμής του νου που συμβολίζει 'ς την πατρίδα μας ο Σολωμός, φιλοδοξούσα ν' ανταμώσω και με τάξη να ξετιλύξω μέσα 'ς το βιβλίο μου κάθε πρόβλημα καλολογικόν ή ιστορικό, γλωσσολογικόν ή μετρικό, ψυχολογικόν ή κοινωνικό, κάθε ζήτημα που θα μπορούσε να ξυπνήσ' η μελέτη του νεώτερου ποιητικού μας λόγου. Έργο τέτοιον, ως την ώρα, δύσκολο να συντεθή και να τυπωθή δυσκολώτερο. Χαρά θα μου προξενούσε και μονάχ' αν έφτανε 'ς τα φύλλα τούτα που μου δόθηκαν εδώ για να συντροφέψω το τύπωμα των ποιημάτων του Σολωμού, το τύπωμα το φερμένο τώρα σε νέο φως από το μεγαλόβουλο Έλληνα της Οδησσού· αν έφτανε κάτι σαν ήσκιο στενό να σκορπίσω του πλατειού εκείνου ονείρου μου. Κ' ευτυχισμένος θα ήμουνα τώρα κι αν κατώρθωνα κι όσα κατά καιρούς έτυχε να γράψω να μιλήσω για το Σολωμό, να τα ξαναχύσω εδώ πιο ανοιχτά, πιο μελετημένα, κάπως ρυθμικώτερα, εγκάρδια. Εγκάρδια· τονίζω τη λέξη· ο λόγος μου για τον ποιητή «που πότισέ μου την ψυχή, και χόρτασεν αμέσως» — καθώς λέει ένας του στίχος, δε θα ωρέγομουν εδώ πέρα να γεννηθή από την ατάραχη και την ανοιχτομμάτα παρατήρηση του κριτικού· θάθελα με μιας να προβάλη από του πιστού τη συγκίνηση. Γι' αυτό και η γλώσσα μου, γλώσσα όχι της αναγνωρισμένης μας — καλά κακά δεν εξετάζω — πεζογραφίας, αλλά της λειτουργίας μας της ποιητικής. Κι ανίσως δε μου είχε ριζωθή 'ς το νου πως ο πεζός μας λόγος ανάγκη, αγάλια αγάλια, όσο προβαίνει, να μορφώνεται κατά τη γλώσσα του ποιητικού, θα έδιν' εδώ αφορμή ένα ξανατύπωμα των έργων του Σολωμού για να μου γεννηθή τέτοια γνώμη. Η καθιερωμένη της γραφής μας γλώσσα θα ήτανε κάτι παράτονο δίπλα 'ς τη φωνή που βγαίνει μέσ' από τέτοιο βιβλίο· κάτι παράταιρο με τη μνήμη εκείνου, που μας άφησε 'ς το «Διάλογο» τη γλωσσική διαθήκη του. Με τέτοια δέσποινα σκέψη 'ς τα προλεγόμενα τούτα θα κοιτάξω να δώσω μια κάποιαν έννοια της ζωής και της ψυχής και του έργου του ποιητή, έννοια και της καλλιτεχνικής αξίας και της κοινωνικής επιρροής του έργου εκείνου, καθώς και του τρόπου σύμφωνα με τον οποίον έγινε το τύπωμα τούτο των ποιημάτων του. Ό,τι κάνω δεν είναι τόσο κριτικός λόγος για το τραγούδι του Σολωμού· πέστε το καλήτερα μια συνοδεία του τραγουδιού απάνω σε μια καθάρα αγάπης. Α'. Το 1798 'ς τη Ζάκυνθο γεννήθηκε [ 2 ]. Η χρονιά που πέθανεν ο Ρήγας. Η μοίρα σοφά σα να ταίριασε 'ς το ίδιο κυκλοχρόνισμα το τέλος του εθνομάρτυρα με τα μεγάλα τα σαλπίσματα, το πρώτο γλυκοχάραμα του άλλου, που θα ταίριαζε τα μεγάλα τα σαλπίσματα μέσα 'ς τη μουσική συμφωνία της Τέχνης. Οι πρόγονοί του 'ς τη Βενετία ξανοίγονται πρώτ' από τα 715, με τόνομα Βαρβολάνοι. Τόνομα Σολωμός [ 3 ] πρωτοφαίνετ' επίσημα, το 1697, 'ς ένα διάταγμα του Δόγη της Βενετίας. Μας γνωρίζετ' από κει πως ο Ιωάννης Αρσένιος Σολωμός, με όλο του το σπίτι, πέρασεν από την Κρήτη, αφού την πήραν οι Τούρκοι, 'ς το Μωριά. Προτού και ύστερα, 'ς την Κρήτη, 'ς τα Εφτάνησα, 'ς το Μωριά, Σολωμοί ξεχωρίζουνε 'ς τη δούλεψη της Βενετικής Δημοκρατίας. Σολωμοί στρατιώτες, νομικοί, ιερωμένοι, άρχοντες και κυβερνήτες, σε στεριά και θάλασσα· ακόμα κ' ένας δόγης και μια αγία λαμπρύνουν το χρυσό γενεαλογικό τους δέντρο. Τον πατέρα του Νικόλαο εννιά χρόνων ήταν όταν τον έχασεν. Ύστερ' από ένα χρόνο στάλθηκεν από τον επίτροπο του Μεσσαλά 'ς την Ιταλία για να μορφωθή, συντροφευμένος από το διδάσκαλό του Ρώσση. Ο Ρώσσης, δυτικός ιερωμένος, είχε καταφύγει 'ς τη Ζάκυνθο, διωγμένος από την πατρίδα του Κρεμώνα, για τα φιλελεύθερα φρονήματά του, ποτισμέν' από τις ιδέες που παντού σκορπούσε τότε η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Όμως οι πρώτοι Έλληνες διδάσκαλοι του μικρού Σολωμού 'ς τη Ζάκυνθο είν' ένας Κασσιμάτης, και ο Αντώνιος Μαρτελάος, άνθρωπος σοφός για την εποχή του, ποιητής, φιλελεύθερος, και πολύ παράξενος. Κάποιος βιογράφος του Σολωμού μας βεβαιώνει πως άκουσε τον Καραβίαν, έναν από τους πιο ύστερους διδασκάλους εκείνου, να ιστορή με πόσο ζήλον ο νέος μαθητής του μελετούσε τους αρχαίους Έλληνες ποιητάδες και ιστορικούς, και πως εσπούδαζε την Άγια Γραφή, και παθητικά μεγαλοφωνούσε απέξω τους ψαλμούς του Δαβίδ, τους θρήνους του Ιερεμία, και το μέγα ποίημα του Ιώβ. Έτσι και 'ς την Κρεμώνα όταν επήγε, συνοδευμένος από το Ρώσση, για να τελειοποιηθή 'ς την Ιταλική και 'ς τη λατινική παιδεία, οι ιταλοί του διδάσκαλοι χαρά το είχαν βλέποντας πόσο ζωντανά και πρωτόφαντα το ξένο παλληκάρι από την Ελλάδα συνήθιζε να εκφωνή τους στίχους του Βιργιλίου· και γνωρίζομε πως ένας από τους διδασκάλους του 'ς την Ιταλία, ενθουσιασμένος μετά τα πρώτα γυμνάσματα τού μαθητή σε λατινικούς και σε ιταλικούς στίχους, του έλεγε: «Ελληνόπουλο, θα περάσης το Μόντη μας!» Ζωηρός και δυσκολοϋπόταχτος φαίνεται ο νέος. Από το λύκειο της Κρεμώνας αποφοίτησε κατά το Σεπτέμβριο του 1815. Σ' ένα σχολείο της Βενετίας, που τον είχε βάλει προτήτερα ο Ρώσσης, για να τον έχη σιμά του, στάθηκεν αδύνατο να μείνη· δεν ημπόρεσε να συμβιβάση την ορμή της ψυχής του με την πειθαρχία του σχολείου. Της ορμητικής κ' ελεύθερης εκείνης ψυχής, μας λένε οι βιογράφοι του, μόνος φράχτης ήτανε ο σοβαρός, ενάρετος, και φιλόστοργος Ρώσσης. Πρόσχαρος, την εποχήν εκείνη, και φιλοπαρατηρητικός, αγαπούσε να μιμήται ταξιογέλαστα των άλλων, και δυνατό είχε της φιλίας το αίσθημα. Κάποια ανέκδοτα της εποχής του αυτής μας φέρνουν άθελα 'ς το νου κάτι από τα πρώτα χρόνια πολυτάραχων μεγάλων ποιητών, ως ο Μπάιρον και ο Σέλλεϋ. Το Νοέμβριο του 1815 γράφεται 'ς της Παβίας το Πανεπιστήμιο, 'ς τα νομικά· όμως προτού συμπληρώση τον τρίτο χρόνο της σπουδής του, γυρίζει 'ς την πατρίδα του. Όχι με το δίπλωμα της νομικής, αλλά πλούσιος από την ιταλική σοφία και την ποίηση, που κατά τα χρόνια εκείνα έπαιρνε λαμπρά και ξανάνθιζε 'ς τη γη του Δάντη και του Πετράρχη. Βάρβαρος, καθώς ο ίδιος είπε σε κάποιο ιταλόφωνο ποίημά του, πάτησε το χώμα της Ιταλίας, όμως βάρβαρος δεν ήταν αφού το άφησεν. Η ιταλική ψυχή (τόσο της ελληνικής συγγένισσα), καθώς από μικρός μ' εκείνη τρέφονταν, κ' ύστερα μέσα 'ς τον αέρα της έζησε, και τη γνώρισεν από σιμά και την εχώνεψε, του μόρφωσε τη φαντασία και του τόνωσε το φρόνημα· όμως φαντασία και φρόνημα ποτίζονταν και ζωντάνευαν κ' έπαιρναν μια νέα χάρη ελληνική από την αισθαντική πηγή που ανάβρυζε μέσα του. Γενναίοι διδάσκαλοι εκεί, φυσώντας του έρωτες κ' ενθουσιασμούς προς τα ελεύθερα και προς ταληθινά, θα του φώτισαν την εθνική συνείδηση, θα τον έκαμαν βαθύτερα να αισθάνεται τα πάτρια. Ξακουστοί τεχνίτες του λόγου θα πλάσανε το φιλολογικό του νου να λαχταρίζη για τα ωραία και για τα μεγάλα και με δίψ' αχόρταστη σύνθημά του να παίρνη το λόγο του «Φάουστ»· «Όλο και ψηλότερα!» Ανάμεσα 'ς τους φίλους του και 'ς τους γνωρίμους του της Ιταλίας, μαζί σοφοί λογογράφοι και παραδειγματικοί πολίτες, σαν το κριτικό Μοντάνη, άλλοι πάλι, εθνομάρτυρες, σαν το καθηγητή Ρέσση, που τη διδασκαλική του έδρα την είχε κάμει βήμα πατριωτικό, θα ξυπνήσανε το κριτικό του πνεύμα, και θα μιλήσανε 'ς τη φλογερή του καρδιά. 'Σ την Ιταλία τότε, πριν ως έθνος αναστηθή, πνευματικά αναστημένη από τον Παρίνη και από τον Αλφιέρη, από το Φώσκολο κι από το Μαντσόνη, γνωρίστηκε 'ς το Μιλάνο με το Μόντη, τον περίφημο μεταφραστή του Ομήρου, πατριάρχη τότε των ιταλικών γραμμάτων. Δόθηκε συχνά αφορμή 'ς τον Ιταλό να παρατηρήση την κλίση που είχεν ο νέος Έλληνας προς την κριτική σκέψη. Άγνωστον αν έπλεξε γνωριμία 'ς το Μιλάνο με τον άλλο μεγάλο ποιητή, με το Μαντσόνη, τον αρχηγό του Ιταλικού ρωμαντισμού· ξεύρομε μόνον πως ο κερκυραίος Ανδρέας Μουστοξύδης, που τότε 'ς το Μιλάνο βρίσκονταν, οικείος ήτανε του ενός και του άλλου. Το μόνο βέβαιον είναι ο ξεχωριστός πάντα σεβασμός του Σολωμού προς το Μαντσόνη, κ' η ανταπόκριση της Μούσας του δευτέρου με τα καλλιτεχνικά ιδανικά του πρώτου· τουλάχιστο μ' εκείνα που τον εσυγκινούσανε σε μια ωρισμένη περίοδο της ποιητικής εργασίας του. Πλούσιος από τέτοια παραδείγματα κι από τέτοια φρονήματα γύρισεν ο νέος Σολωμός, το 1818, 'ς τη Ζάκυνθο. Η Ζάκυνθος. Ανάμεσα 'ς τα τόσα, 'ς τα γοργά και τα διαβατικά που μας εντυπώνονται, και που τα γράφ' η μνήμη και τα ξεγράφει, κάποιες ενθύμησες από τα πρώτα χρόνια, κρατειούνται πλέον επίμονα, απείραχτες από τον καιρό. Μια τέτοια ενθύμηση μου απομένει του τόπου που γεννήθηκεν ο Σολωμός, όταν επρωτοπέρασ' από κείθε, παιδί. Διάβα γληγωρότατο, μιας ώρας μόλις· και ζωηρότατη εντύπωση κόσμου αγνώριστου ως τότε, ονειρευτού. Του αέρα ήταν η αξεθύμαστη μοσκοβολιά· άρχιζε 'ς του νησιού το σίμωμα μέσ' από το καράβι ακόμα, σα να μη χύνονταν η ευωδιά μονάχ' από τα περιβόλια, σα να ήταν εκείνη το μοναδικό και το μυστικό χάρισμα γης και αέρα και ουρανού εκεί. Και ύστερα ήταν η θωριά που ξανοίχτηκε 'ς τα παιδικά τα μάτια μου από ένα ψήλωμα του νησιού· είδ' από κει, κι απάνω και κάτω και βαθειά, πολύ βαθειά, όσο που έφτανε η ματιά μου, μια πρασινάδ' απέραντη, πρωτόφαντη, συνηθισμένος καθώς ήμουν από πλάση άλλης λογής, (ασημένιες αλατόσπαρτες γύμνιες αλυκών, ήσυχα βουρκοθρεμμένα ρήχη λιμνοθάλασσας με τους ολάνοιχτους ηλιοψημένους ορίζοντες), είδα σαν ένα βασίλειο του πρασίνου, σαν ένα απέραντον ειδύλλιον, επαγγελίας γη, ζωντανή από τότε πάντα μέσα 'ς τη φαντασία μου. Και καθώς κρατώ 'ς το νου μου από τότε τη φυσική ομορφάδα της Ζακύνθου, την ιδέα μόνο της ομορφιάς της, κάτι αόριστο και θαμπόν, όμως πιο γοητευτικό για με κι από τους ωραίους στίχους με τους οποίους δύο μεγαλόστομοι Ζακυθινοί, ο ιταλός Φώσκολος κι ο δικός μας Κάλβος λυρικά διαλάλησαν τις χάρες του νησιού που γεννήθηκαν, — έτσι κρατώ 'ς το νου μου και τον ποιητή Σολωμό και τον φαντάζομαι σαν άνθρωπο που του δόθηκε να κλείση μέσα του και να ξεφανερώση, ζωηρότερ' από άλλους και μελωδικώτερα, πρώτα πρώτα την ψυχή της χώρας του, των συντοπιτών του και τα χαρίσματα και τις αδυναμίες, και ν' ανθίση εκεί 'ς τη Ζάκυνθο, σε μια περίοδον ως δέκα χρόνων, ν' ανθίση σαν ένα λουλούδι νοητό, καμωμένο με όλα τα φανταχτερά, μα ευκολόσβυστα, χρώματα και με όλα τα μεθυστικά τα αρώματα του ζακυθινού κάμπου. Μας παρασταίνεται ο μικρός λαός που ζη εκεί πέρα, σε ό,τι κατέχει πιο σημαντικό και πιο βαθύ από τη φύση γνώρισμα, σαν ένας λαός πλούσιος από αίσθημα κι από φαντασία· μα η φαντασία του, ευκολογύριστη, αλλάζει, το καινούριο ζητάει, και το αίσθημά του δεν αντέχει για πολύ 'ς τα εμπόδια, και πέφτει. Ο Ζακυνθινός ανάφτει εύκολα, και γλήγορα κορώνει. Φαιδρός και παθητικός, αγαπάει τα γέλοια και τα μετωρίσματα, καθώς έχει περισσά τα δάκρυα· και θλίβεται από την ξένη δυστυχία πιο πολύ, παρ' όσον από τη δική του. Μίμος και τραγουδιστής, εξέχει 'ς τα πειράγματα· η καντάδα είναι το στοιχείο του. Γεννημένος μουσικός· δηλαδή κιθαριστής, πιο πολύ. Τα πιο γνωστά και πιο αγαπημένα τραγουδάκια του πολλού κόσμου, μέσα 'ς τα στόματα εκείνων, που δεν ορέγονται πλέον την τραχεία πρωτόγονην αρμονία του κλέφτικου τραγουδιού, μήτε την αργήν ανατολίτικη παθητικότητα του αμανέ, και που ακόμα δε γνωρίστηκαν με τη σοφή και τη βαθειά μουσική των ευρωπαίων· τα τραγούδια τα καμωμέν' από Λαγουϊδιάρηδες και Τσακασιάνους και τους ομοφύλους των, τα τονισμένα από τον Ξύνδα, σε μελωδίες ευκολοθύμητες ιταλικές, όλα, τραγουδιστάδες και μουσικοί και κιθαριστάδες, από τη Ζάκυνθο μας έρχονται. Ο Ζακυθινός είναι γεννημένος ποιητής· πιο πολύ αυτοσχεδιαστής, ή ποιητής. Ιστοριογράφος του λαού αυτού αναφέρει πως εκεί, γραμματισμένοι κι αγράμματοι, 'ς τη χώρα και 'ς τα χωριά, κρατούν έτοιμο το στίχο 'ς το στόμα· καλημερίζονται κ' ερωταποκρίνονται με στίχους, (καθώς εύκολα πετούνε τη βλαστήμια 'ς του θυμού την ώρα)· και σημειώνει την απορία κάποιου άγγλου περιηγητή που ρώτησε για κάτι μια χωρική, κ' η χωρική του αποκρίθηκε σε στίχους. Κι όπως είν' εκεί φτηνά χυμένα τα ερωτικά παραπονέματα της καντάδας, τα «Στον τάφο μου απάνω» και τα «Πώς ημπορείς κι αλλάζεις την καρδιά σου», έτσι και ταναγελάσματα, και οι παρωδίες, αυτογέννητα πλούσια εκεί πέρα. Οι δύο γνωστότεροι σατυρικοί, προς τα τέλη του προπερασμένου και προς την αρχή του περασμένου αιώνα, ο αδιάντροπος Κουτούζης και ο ηθογραφικός Γουζέλης, από τη Ζάκυνθο μας έρχονται. Ως τα 1828, που πέρασε 'ς την Κέρκυρα, ζη εκεί και κλει 'ς την ποιητική ψυχή του τη Ζάκυνθο, με την ολάνθιστη και την ανάλαφρη χάρη της ατμοσφαίρας της, με τη μοσκοβολιά της πνοής της, με το ξέγνοιαστο γοργοκύλισμα του τραγουδιού της, με την περιγελαστική της όρεξη και με το θηλυκό πάθος της. Ευκολοκοινώνητος τότε και ανοιχτόκαρδος. Είναι η ψυχή της συντροφιάς του· συντροφιάς από νέους, που αν ορέγονται τη μάθηση και τους στίχους, πιο πολύ ορέγονται να διασκεδάζουν με τους μωρόσοφους και ν' αποτρελλαίνουν τους ελαφρόμυαλους. Αξιοθαύμαστος τύπος μωροσοφίας ο ιατρός Ροΐδης, η Μούσα της «Πρωτοχρονιάς» και του «Ιατροσυμβουλίου.» Πόσο πνεύμα και πόσους στίχους ξοδεύει ο Σολωμός για να γελάση με τους συντρόφους του 'ς τη ράχη του Ροΐδη! Κ' έξαφνα όταν εκείνος, μέσα 'ς τη βροχή των κακών στίχων που γεννοβολούσε, τύχαινε ν' αστράψη και δύο τρεις της προκοπής, ο Σολωμός, σαν αγνός Ζακυθινός που ήταν, ευκολομετάβολος κ' ευκολοενθουσίαστος, έπαυε τα γέλοια κ' έτρεχε και φιλούσε το Ροΐδη! Είναι η εποχή που αυτοσχεδιάζει ξέγνοιαστα για τους φίλους πότε ιταλικά σοννέτα, στιχουργήματα περιστατικά, απάνω σε δοσμένες ρίμες, πότε σάτυρες, σαν το «Όνειρο» και σαν τη «Πρωτοχρονιά»· σάτυρες που θ' αναγνωρίζεται πάντα η κοινωνική τους, η λαογραφική, η ηθοποιητική, (αν όχι και η ποιητική, καθώς εννοούμε την ποίηση την υψηλή) σημασία. Αν κι' αρχίζη από τότε να κυριεύη το νου του η φροντίδα μιας πιο ευγενικής και σπουδαιότερης ποιητικής τέχνης ελληνικής, σταλασμένης πάντα «από ζωντανές φωνές, όχι από βιβλία», καθώς θάλεγεν ο Θωμαζέος, όμως ακόμα στέκει αναποφάσιστος. Κάπως θυμίζει, κατά την εποχή εκείνη, μερικούς συμπατριώτες του αγιογράφους που πολεμούσανε να ταιριάσουν 'ς τις εικόνες τους το φράγκικο τρόπο με τη βυζαντινή παράδοση. Καλά δεν ξέρει ακόμα ποιος ο δρόμος του· θα τραβήξη εμπρός για να χαράξη τη νέα ελληνική ποίηση, ή θα μείνη ο στιχοπλέχτης ο ιταλόφωνος, μαθητής του Φωσκόλου, ή θαυμαστής του Μαντσόνη, κ' ύστερ' από λίγο ίσως εκείνων ισόπαλος; Πιο πολύ προσέχει τότε 'ς τους ιταλικούς του στίχους. Ο Τρικούπης, νους από τους πιο μορφωμένους και τους κριτικώτερους του καιρού του, σαν άξιος φίλος του στέκεται και σαν αγαθός δαίμονας. Του καθαρίζει τη φιλολογική συνείδηση από κάθε σύγνεφο δισταχτικό, ξάστερα τον κάνει να ξανοίξη τον προορισμό του. Μην ονειρεύεσαι περίλαμπρό τόπο 'ς τον Ιταλικό Παρνασσό· η μοίρα σου έγραψε να βάλης τα θεμέλια της εθνικής μας Τέχνης. Ο γάλλος Fauriel, σοφός ανθολόγος και φωτεινός εξηγητής της αυτοφύτρωτης χλώρης των εθνών, πλασμένος για να εμπνέη και για να δυναμώνη δημιουργικά πνεύματα, και αρχηγούς φιλολογιών, σαν το Μαντσόνη και σαν το Σολωμό, δεν του φανερώνει μόνο την αγνή ομορφιά, που δροσοσταλάζει 'ς τα κλέφτικα και 'ς τάλλα δημοτικά τραγούδια μας· τον κάνει να υπερηφανεύεται και για τη χαριτόβρυτη γλώσσα των τραγουδιών εκείνων· της γλώσσας αυτής δεν της λείπει παρά η φροντίδα και ταδιάκοπο το δούλεμ' από τους γραμματισμένους του Έθνους για να γίνη σοφός λόγος και γεννήση πλούσια και ζηλεμένη Τέχνη [ 4 ]. Το Εικοσιένα έρχεται με ταναστάσιμα του Γένους καρυοφύλλια και με μια λύρα πινδαρική. Από την ίδια λύρα του πατριωτικού ενθουσιασμού διαφορετικές αρμονίες προχύνουν δυο τεχνίτες άμοιαστοι, και όμοια δυνατοί, τέκνα και οι δυο της Ζακύνθου· ο Κάλβος και ο Σολωμός. Το δράμα της ελευθερίας, «βγαλμένης απ' τα ιερά κόκκαλα των Ελλήνων», μια «Ελλάδα λαμπρότερη, μακρυάθε τα βουνά της υψώνοντας απάνω από κύματα γαληνότερα», καθώς τη βλέπει προφητικά ο άγγλος Σέλλεϋ, συγκινεί και μαγνητίζει την Ευρώπη, όπου διαλεχτά αισθήματα και μεγάλες ιδέες. Ο μεγαλοφάνταστος ρομαντισμός των Μπάιρον και των Ουγκώ παίρνει το πρώτο γοργό φύσημά του ανάερα φερμένος μέσα σε ρεύμα παγκόσμιου φιλελληνισμού. Και η Μούσα του Σολωμού κατεβάζει από τα χείλια της την απλήν αρκαδική φλογέρα· μ' αυτήν είχε αρχίσει να λέη τη χαρά της και τον πόνο της μέσα 'ς τη δροσιά και μέσα 'ς το φως του γύρω κόσμου· τη φλογέρα της Ανθούλας του, της Ευρυκόμης του, της Ξανθούλας του, της Ορφανής του, της Άνοιξης και του Καλοκαιριού του Μεταστασίου· κ' αφίνει παράμερα και τον άλλον εκείνο, τον ελεφαντένιο και πιο λεπτόφωνον αυλό της Τρελλής Μάννας του, των Δυο Αδερφιών του, της Ψυχούλας του, της Ωδής του Πετράρχη. Η Μούσα του μεταμορφώνεται· φαντάζει 'ς τανάστημα με την ίδια την Ελευθερία· είτ' εκείνη υμνολογεί, είτε μοιρολογάει το Μπάιρον νεκρό, σαν τον πύργο μεγαλώνει, γληγορώτατα αναδεύει τα αιθερόλαμνα φτερά, τόλμην πίνει ο οφθαλμός της, ύμνων και παιάνων γίνεται πηγή πολυόργανων. Από τότε ο ποιητής ξανοίγει και πολεμάει να ζήση το θαυμαστό πρόγραμμά του: «Κλείσε μέσα 'ς την ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθής μέσα σου να λαχταρίζη κάθε είδος μεγαλείου.» Και καθώς ο ποιητής δεν κρατεί το ποτήρι 'ς τα λουλούδια, μα προβαίνει κ' εκφωνεί τραγούδια φιλελεύθερα «σαν τον Πίνδαρο», φιλελεύθερα ξεσπαθώνει, όπως για τη ζωντανή πατρίδα, έτσι και για τη γλώσσα τη ζωντανή· μήτε που ξεχωρίζει την εθνικήν ιδέαν από την ιδέα τη γλωσσική. Με στίχους του Δάντη, πρωτοπλάστη μαζί της εθνικής τέχνης, της εθνικής ιδέας, της εθνικής γλώσσας, επιγράφει τον Ύμνο προς την Ελευθερία· με στίχους του Δάντη επιγράφει το Διάλογο μεταξύ «Ποιητή, Φίλου, Σοφολογιωτάτου.» Δεν έχω τίποτε άλλο 'ς το νου μου, λέγει ο Ποιητής του Διαλόγου, «πάρεξ ελευθερία και γλώσσα.» «Αμύνεσθαι περί πάτρης» μπορούσε ακόμα, με το ρητό του Ομήρου, να σημειώση και τη γλωσσολογική του πολεμική, καθώς θα κάμη, μισόν αιώνα ύστερ' από κείνον, ένας άλλος πρόμαχος της γλώσσας μας. Όμως ακόμα, και κάτω από την ωριμώτερη τούτη περίοδο της φαντασίας του, πάντα κρύβεται ο ζακυθινός τύπος, ο απαλός και κάπως θηλυκότροπος αισθηματίας, ο κιθαριστής και αυτοσχεδιαστής. Την ψυχή του ωραίου νησιού την εκυρίευε τότε, και νύχτα μέρα την έκανε να σπαρταρίζη η τύχη της όλης Πατρίδας, 'ς το Μωριάν αντίπερα και 'ς τη Ρούμελη πέρα, που αγωνίζεται. Το Μισολόγγι! Του ηρωικού αποκλεισμού του η αγωνία αντιχτυπάει 'ς το λαό της Ζακύνθου. Οι αντίλαλοι των κανονιών, από τα Μισολογγίτικα ρήχη, ως εκεί φτάνουν. Από τα γυναικόπαιδα των Μισολογγιτών, «θλιμμέν' απομεινάρια της φυγής και του χαμού», γεμάτοι οι δρόμοι και τα καντούνια της χώρας. Ο ποιητής σε μια πεζογραφική σελίδα του, περισωσμένη απάντεχα, εμπνέει και 'ς εμάς τη συγκίνηση που του γεννούσανε τότε τα πρόσωπα και τα τριγυρίσματα εκείνα. Σε μια εξοχή της Ζακύνθου, προς το μεσημέρι, με το άκουσμα των κανονιών, ο ποιητής πρόβαλεν από το σπίτι του και 'ς ένα λόφο ανέβηκε, και τα χέρια ύψωσε και δυνατά φώναξε: «Βάστα, καημένο Μισολόγγι, βάστα!» Κ' έκλαιγε. Κ' ένα βράδυ αστρόφεγγο, 'ς τη ρίζα μιας ελιάς καθισμένος, έκοβε την πολύωρη σιωπή του για να ειπή του δούλου του: «Τι να γίνωντ' εκεί κάτου τώρα τ' αδέρφια μας;» Και ο δούλος τον είδε και τότε να δακρύζη. Κι άλλη μια φορά ο αφέντης του έδωκε το φαγί του να το μοιράση 'ς τους χωριάτες, λέγοντας: «Την ώρα τούτη πόσοι πεινάνε 'ς το Μισολόγγι! Δε θέλω περιστέρια!» Κ' έφαγε ψωμί κ' ελιές. Τον Witmann, ακουστόν Αμερικανό ποιητή, που μεγαλόφωνα αντιλάλησε 'ς τους στίχους του την πατρίδα του και τα πολεμικά της τρόπαια, κατηγόρησεν ένας κριτικός συμπατριώτης του πως τον πόλεμο που τραγούδησε τον εγνώρισεν όχι 'ς του πολέμου τους κάμπους, αλλά 'ς τα νοσοκομεία του πολέμου, θα μπορούσε να στοχαστή κανείς· παλληκάρι χρόνων ως εικοσιπέντε, σαν το Σολωμό τότε, άνεργα έκλαιγε, και του έφτανε να θυσιάζη μακρυάθε τα περιστέρια του. Παλληκάρι, τράβα ίσια εκεί κατά τη φωτιά και πρόσφερε το χέρι και το αίμα σου! Τέτοιος στοχασμός, όσο κι αν κριθή εύλογος από μιας αρχής, δε μπορεί να κρατηθή σε βαθύτερο βασάνισμα. Και μήπως η Ιδέα δεν είναι δύναμη, και μήπως δεν υπάρχει για την τιμή των πραγμάτων ένας υψηλότερος κύκλος, κύκλος που μέσα του λείπει το ξεχώρισμα της θεωρίας από την πράξη, και που μέσα του ο λόγος είναι το βλαστάρι της ενέργειας και που ένα καλλιτέχνημ' αξίζει ίσα με μιαν ανδραγαθίαν; Ο Σολωμός αν δεν εκράτησεν όπλο, με τη λύρα πλήρωσε το μεγάλο φόρο προς την πατρίδα. Φτάνει πως έγραψε τότε τον Ύμνο και την Καταστροφή των Ψαρών, και πως από τότε χτύπησε 'ς τη φαντασία του, μαγεμένη από το επικό μεγαλείο του πεσμένου Μισολογγιού, το ποίημα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων.» Το 1826 έρχετ' ένα δράμα να προσθέση νέα χορδή 'ς τη λύρα του και με νέα δάφνη να του στολίση το κεφάλι. Η αισθαντική ηρώισσα που πήρε το φαρμάκι, (Μαρία Παπαγεωργοπούλου τόνομά της), «φοβούμενη, μας είπανε, μήπως από του πάθους τη σφοδρότητα κινδυνέψ' η τιμή της», δεμένη φαίνεται πως ήταν με τον ποιητή μ' ένα εγκάρδιο δεσμό· «αγνή φιλία» την ονομάζουν — με κάποιαν αφέλειαν — οι βιογράφοι του. Το πασίγνωστο τραγούδι της Φαρμακωμένης, τόσον υψηλόν όσο και απλό, συνθεμένο με όλη την εύγλωττη ζέστη της απολογίας, με όλη την κατάνυξη της προσευχής, ήταν ο τελευταίος ποιητικός και κοινωνικός μαζί θρίαμβος του Σολωμού μέσα 'ς τη Ζάκυνθο· έγραψεν ένα ποίημα καινούριο τότε 'ς το είδος του και σκέπασε με λευκότατο πέπλο τη μνήμη μιας δυστυχισμένης. Όμοια, ένα χρόνον ύστερ' από τότε, ο τελευταίος φιλολογικός και ρητορικός θρίαμβός του 'ς την Ζάκυνθο ήταν ο λόγος που' έβγαλε 'ς την εκκλησίαν εξ αφορμής του θανάτου του Φωσκόλου. Η Ζάκυνθος το είχε καύχημα πως ο δοξασμένος εκείνος Ιταλός, «γνήσιο πνευματικό παιδί της Αθήνας και της Ρώμης», καθώς τον είπεν η Δώρα Δίστρια, βλαστός Ελληνοπούλας μητέρας, της Ζακύνθου ήτανε γέννημα και ψάλτης. Ο Σολωμός, θαυμαστής του Φωσκόλου, 'ς ένα ιταλικό σοννέτο τραγούδησε τον περίτρανο πόθο του «να γεννηθή και 'ς την Ελλάδα ένας που να του μοιάζη»· 'ς το εγκώμιο, μέσα εκεί 'ς την εκκλησιά, ξεδίπλωσεν όλη του τη δύναμη με την οποίαν εκυρίευε και μεταχειρίζονταν την Ιταλική γλώσσα. Γνώριμός μας ιταλός ποιητής, ο Ρεγάλδης, τον Ιταλικό λόγο του Σολωμού τον έλεγεν «ακαδημαϊκό μελετημένο, με φράσην όλη ομορφιά, γιομάτην από πλούσιες και ζωντανές εικόνες». Όπως και ο ιταλικός στίχος του Σολωμού — μας λέν' οι ιταλογνώστες — θρεμμένο δείχνει τον ποιητή του με τη μελέτη των κλασσικών της Ιταλίας. Όσοι άκουσαν τότε το λόγο του για το Φώσκολο, ξεχάσανε πως βρίσκονταν μέσα σε ναό και χειροκρότησαν το ρήτορα. Κ' έτσι έκλεισεν ο Σολωμός τον πρώτο κύκλο της φιλολογικής του ζωής. Το 1828 πέρασε 'ς την Κέρκυρα. Η Κέρκυρα. Της Ελληνικής παιδείας εκείνη τότε ο πλέον επίσημος σταθμός. Η Ακαδημία εκεί με ακουστούς διδασκάλους. Ξένοι φιλόλογοι από τη Δύση κρατούν εκεί της ελληνικής ψυχής τα μάτια ανοιχτά προς το φως το απέξω. Αέρας πνέει ζωοδότης από τα ιταλικά πελάγη· ο φιλολογικός και ποιητικός φιλελληνισμός του Θωμαζέου και του Ρεγάλδη ευγενικά αναδίνει τάνθια του, ύστερ' από τα αιματοκύλιστα λουλούδια του ηρωικού φιλελληνισμού σαν εκείνο που φύτρωσε 'ς τις καρδιές του Σανταρόζα και του Μάγερ. Ο κόσμος εκείνος πλέον ταιριαστός με τη διανοητική δίψα του Σολωμού. Ο νους του σε κίνησην αδιάκοπη, τραβάει μπροστά. Στη Ζάκυνθον ο αισθηματικός τραγουδιστής, ο λαφρόφτερος και αστείρευτος αυτοσχεδιαστής, ο ευκολοκοινώνητος, ο εγκάρδιος. Το ζωηρό αίσθημα, με τους απαλούς θρήνους, με τα σκληρά κάποτε γέλοια, με την ποίηση που ξεχωρίζετ' εύκολα πότε με του ειδυλλίου την τρυφερή, στερεότυπη κάπως, απλότητα, πότε μ' ένα μοιρολόγι, πότε με το λυρισμό, και με τη ρητορεία κάποτε, της ωδής, πότε μ' ένα ερωτικό αναστένασμα, πότε με μια σάτυρα και παρωδία. Στη Ζάκυνθον ο κηρυγμένος θαυμαστής της Ιταλικής τέχνης. Στην Κέρκυρα κάποιο νέο πρόγραμμα ξετυλίγετ' εμπρός του σαν από νέα ιδανικά, μιας ζωής κάπως πιο μοναχικής, πιο σπουδαστικής, πιο δυσκολοξάνοιχτης, και πιο σοφής. Νέα ιδανικά; ίσως δεν ταιριάζει τόσο ο λόγος. Στην Κέρκυρα βλέπει σιμώτερά του κ' εργάζεται συστηματικώτερα να τα κάμη δικά του τα ιδανικά εκείνα που νεώτερος και 'ς έναν άλλον αέρα, και προτού καθαρώτερα τα ξανοίξη, πάντα τα είχε μέσα του. Από τα νεανικά του χρόνια, όσο κι αν ήτανε κοινωνικός, όσο κι αν ξεχύνονταν σε στίχους της στιγμής και σε μετωρίσματα, σε ζωηρές συντροφιές ανάμεσα, πάντα έστεκε ο ξεχωριστός, ο μόνος. Το εξαφνικό λάλημα μιας φλογέρας, καθώς τάκουσε μια μέρα που περιπατούσε 'ς την εξοχή μ' ένα φίλο του, και τον έκαμε να ενθουσιασθή, και να γυρίση προς το φίλο του και να του κράξη «Τι αισθάνεσαι;» εκεί που ο φίλος του ψυχρότατα του αποκρίθη· «Τίποτε!», — σημαντικό παράδειγμα είναι, ανάμεσα σε άλλα, της ξεχωριστής ψυχής του, που δεν εύρισκε ανταπόκριση 'ς τους άλλους. Και μέσα 'ς το ανάβρυσμα του αισθήματος ο κριτικός νους, εκείνος που σαν Αθηνάς χαλινάρι ξέρει να συγκρατή τον Πήγασο της Φαντασίας, από τα νέα του χρόνια — σπουδαστής ακόμα 'ς την Ιταλία — του συγνέφιαζε το μέτωπο. Το γνωρίζομε από τη θαρρετή του απάντηση — δεν ήταν ίσως ακόμα είκοσι χρονών — προς το Μόντη. «Δεν πρέπει κανείς να συλλογίζεται τόσο, του έλεγεν ερεθισμένος ο Ιταλός· πρέπει να αισθάνεται, να αισθάνεται!» Και ο νέος από την Ελλάδ' Απολλωνίδης του απαντούσε· «Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβη ο νους, κ' έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθή όσα ο νους εσυνέλαβε» [ 5 ]. Και πριν αποκατασταθή 'ς την Κέρκυρα, και την εποχή που σκόρπιζε ταυτοσχέδια, γνώριζε πως ο τεχνίτης θέλει καιρό και κόπο για να φτάση σε μια κορφή, δόξαζε κ' εκείνος πως η υψηλότερη λειτουργία του ποιητή είνε μια λειτουργία φιλοσοφική, κ' έγραφε σε μια σημείωση του προς τον Μπάιρον ποιήματος, από το 1824: «Η δυσκολία, την οποίαν αισθάνεται ο συγγραφέας (ομιλώ για το μεγάλο συγγραφέα) δε στέκει εις το να δείξη φαντασία και πάθος, αλλά εις το να υποτάξη αυτά τα δύο πράγματα, με καιρό και με κόπο, εις το νόημα της Τέχνης» [ 6 ]. Αλλά το νόημα της Τέχνης πολύ δύσκολο να το καταλάβη και δικό του να το κάμη ο ποιητής μέσα 'ς το θόρυβο του κόσμου, 'ς την παραζάλη της κοινωνικής ζωής. Έγραφε ο Γκαίτε, ύστερ' από το ταξίδι του 'ς την Ιταλία· «Κι ο φιλότεχνος που θέλει να σπουδάση, καθώς οι ζωγράφοι, και οι αγαλματοποιοί, και οι αρχιτέκτονες, δουλεύει 'ς τη μοναξιά για χαρές που μόλις είναι οι άλλοι σε κατάσταση να μοιραστούνε μαζί του». Κι ο Σολωμός έγραφε το 1830 από την Κέρκυρα προς τον πατέρα του ποιητή Μαρκορά: «Είναι γλυκό μέσα 'ς την ησυχία του μικρού δωματίου να καταστρώνη κανείς ό,τι μέσα λέγει η καρδία. Και η ιδέα μόνη του επαίνου, όταν αυτός μας παρουσιάζεται υπέρμετρος, ταράζει εκείνη την ηδονή, και κάποτε σπρώχνει προς το χειρότερο. Αυτή η ηδονή πρέπει να είναι αθόλωτη». Κ' ύστερ' από ένα χρόνο, πάλι 'ς τον ίδιο έγραφε και υμνολογούσε την ευτυχία της μοναξιάς: «Δεν ζη κανείς καλά παρά μόνος. Από τα τρυφερά μου χρόνια μου έκαμε πάντοτ' εντύπωση ο χωλός εκείνος θεός που είχε ρίξει από τους ουρανούς η μητέρα του· έστεκε μέσ' 'ς τον κόρφο της θάλασσας δουλεύοντας δίχως κανείς να τον βλέπη, δίχως αυτός άλλο ν' ακούη 'ς τη σπηλιά του τριγύρω πάρα μόνο το απέραντο πέλαγο που βοούσε». Κάποια μέρη της Κερκύρας ένας καλλιτέχνης ιστοριογράφος [ 7 ] «φυσική Εδέμ, τα ωνόμασε, που δεν περιγράφεται με λόγια η γαλήνη και η ευδαιμονία της». Τρανός φυσιολόγος φιλόσοφος, ο Χέκελ, πως θα ήθελεν, είπε, να ζούσε και να πέθαινε 'ς ένα χωριό της Κερκύρας! Μια μυστική δυσκολονόητη Μούσα, η Ελισάβετ της Αυστρίας, έστησεν εκεί ροδόσπαρτο το μνήμα του αγαπημένου της ποιητή [ 8 ], και 'ς ένα βράχο του νησιού γλυκογέρνοντας ανάπνεε μαζί την ήσυχην αύρα και την ιερή του ποιητή ανάμνηση. Στον τόπον εκείνον η ομορφιά, καθώς το παρατήρησαν, πλασμένη να συγκινήση την ποιητική φαντασία πιο πολύ από τη φαντασία του ζωγράφου. Και καθώς κανένας άνθρωπος μεγαλουργός δε γιομίζει την ιστορία του νησιού, από ταρχαία ως τα νεώτερ' ακόμα χρόνια· καθώς καμμιά υπέροχη ιστορική μορφή δε βασιλεύει απάνω 'ς την πνευματική ζωή των Κερκυραίων· και πρέπει να τραβήξουμε πίσω βαθειά ως το μυθικό καιρό και από τον Όμηρο να δανειστούμε γλυκόπνοα μόνο ιδεώδη πλάσματα, έναν Αλκίνοο, μια Ναυσικά, ένα Δημόδοκο, — έτσι το Ομηρικό τραγούδι κρατάει εκεί δυνατότερα κι από κάθε άλλον τόπο τα σημάδια του, έτσι κ' η αρμονία η ομηρική ζωηρότερα φανερώνεται μέσα 'ς το φως που εμψυχώνει και 'ς την ησυχία που αναπαύει τη φυσική καλλονή εκεί πέρα. Γαληνή και όλη από την αντικειμενικότητα εμπνευσμένη η ποίηση του Ομήρου [ 9 ], σα νοητός ουρανός τάχα δεν απλώνεται 'ς τον αέρα του τόπου που διάλεξε να ζήση ο Σολωμός ; Ποιος ξέρει κι' αν αυτός ο ουρανός, φανερωμένος 'ς τα μάτια της ψυχής εκείνου, «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα», δε στάθηκε κι αυτός αφορμή να παρακινήση και να δυναμώση τον ποιητή, (που πάντα μελετούσε και ζητούσε), προς το μεγάλον όνειρο μιας τέχνης μαζί απλής και βαθειάς, δημοτικής και αριστοκρατικής, βαφτισμένης «'ς την διπλή κολυμπήθρα του αισθήματος και της φαντασίας», όμως γαλήνιας και αντικειμενικής. Σημειώνει 'ς τα Προλεγόμενά του ο Πολυλάς: «Το έργον του εις την Τέχνη, καθώς και εις τον υψηλόν προφορικόν λόγον του, ήταν μια αυθόρμητη αδιάκοπη προσπάθεια να σβύνη την προσωπικότητά του μέσα εις την απόλυτη αλήθεια [ 10 ]». Ο ίδιος όμοια αναφέρει πως εύρισκε μονάχα 'ς τα Ομηρικά ποιήματα ο Σολωμός το αθάνατο παράδειγμα της αρχαίας Τέχνης, και πως παράσταινε εικονικά το δυσκολονόητο βάθος της Οδύσσειας μέσα 'ς τη φαινομενική της απλότητα. Τα οχτώ και είκοσι γρόνια, που έζησε 'ς την Κέρκυρα, φαίνεται πως τα γιομίζει ένας αγώνας για πλαστουργίαν έργου διαφορετικού κι από τον ειδυλλιακό και τον ελεγειακό τόνο των πρώτων τραγουδιών κι από τους πινδαρισμούς των Ύμνων, ακόμα κι' από τη Βυρωνική μαζί και Δάντειαν ανατριχίλα του «Λάμπρου». Βάλθηκε σάρκα να δώση 'ς την ιδέα του: «Κλείσε μέσα 'ς την ψυχή σου την Ελλάδα, και θα αισθανθής να λαχταρίζη μέσα σου κάθε είδος μεγαλείου.» Το έργο του της εποχής της Κερκύρας αληθινά βλέπει προς κάθε είδος μεγαλείου· όργανο προς τούτο μεταχειρίζεται την ιδέα· και η ιδέα προβάλλει σχεδόν πάντα, είτε από την ιστορία, είτε από τη φύση την ελληνική· από τον «Κρητικό» και τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», ως τον «Πόρφυρα» και το Carmen Seculare. Κι ακόμ' από τα ελληνικά την πρώτη ορμή λαχταρίζει να πάρη, για να ξανοίξη τα καθολικά και να υψωθή ως εκείνα. Εύλογα, για τέτοιο ποιητή που ονειρεύεται να σκαρφαλώση ως την κορφή κάποιου θείου ιδανικού, να τραγουδήση, καθώς λέει ο Καρδούτσης για το Δάντη, «τα υψηλότατα της ζωής, τα υψηλότατα των ανθρώπων, τα υψηλότατα των ψυχών μυστήρια, όχι της δικής του ή αυτής ή εκείνης της ψυχής, αλλά κάθε ψυχής», δεν είναι αρκετά μήτε του αισθήματος η ζέστη, μήτε του πάθους η ορμή, μήτε του λογικού το λυχνάρι, μήτε της ατομικής του ζωής η εξομολόγηση. «Πόρρω ηδονής ίδρυται και λύπης το θείον», είπεν ο αρχαίος φιλόσοφος, κ' έτσι σαν ένα θείο ναόν εφιλοδόξησεν ο φιλόσοφος ποιητής να χτίση το έργο του για του ιδανικού τη λατρεία, όχι για το φανέρωμα της ευαισθησίας του της υποκειμενικής. Σημειώνω το ξεχώρισμα που κάνει των ειδών της ποιητικής φαντασίας ένας από τους περασμένους γάλλους κριτικούς, ο Villemain. Είναι, κάπου λέγει, η φαντασία η πνευματικώτερη και πιο μεγαλόφτερη, που πλάθει ό,τι δεν είδε, που με τη δύναμη του νου κοινωνεί προς ιδέες και προς αισθήματα, χωρίς να τα γνωρίζη από την πείρα· ο κόσμος, που δημιουργεί, δεν πηγάζει από τα πράγματα που την περικυκλώνουν· ο ποιητής τότ' εργάζετ' έξω από τον εαυτό του, έξω από τον κύκλο της ζωής του· παράδειγμα ο Σαίξπηρ. Και είναι και η άλλη φαντασία, υλικώτερη και πιο περιωρισμένη· για να ενεργήση, ανάγκην έχει να την ερεθίση η πραγματική ζωή. Ο ποιητής τότε δεν είναι δημιουργός· πάσχει, και με λαμπρά και με ονειρευτά χρώματα εξωτερικεύει τον πόνο του· παράδειγμα ο Μπάιρον [ 11 ]. Ο Σολωμός τυχηρό δεν εστάθηκε να μας αφήση μέγα και τέλειο έργο, σαν εκείνο που κληρονόμησαν οι αιώνες από το Δάντη· όμως, καθώς εκείνος, δόξασε την ποίηση 'ς την πατρίδα του, και την πατρίδα του δόξασε με αυτή· κι αξίζει να μπη 'ς τη γραμμή με τους τεχνίτες εκείνους που, καθώς εξήγησεν ο γάλλος κριτικός, δημιουργικά εργάζονται, έξω από τον εαυτό τους. Η αντικειμενική φαντασία του Σολωμού καθαρά δείχνεται 'ς τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει τη γυναίκα 'ς το έργο του. Από τα πιο νεανικά του τραγουδάκια ως τα πιο καλοδεμένα του μεταφυσικά κομμάτια, αν εξαιρέσουμ' ένα ή δύο, ασήμαντα σχεδόν, η γυναίκα δε φανερώνεται μέσα τους με λυρισμό καθάριο· πάντα με κάποιον επικό η δραματικό τόνο, ξεχωρισμένη από το εγώ του. Τίποτε που να μοιάζη προσωπικήν εξομολόγησην, ερωτικό καρδιοχτύπι. Το μόνο ερωτικό ποίημα, που φαίνεται άμεσα εκστατικό το εγώ του ποιητή, είναι μεταφρασμένο από τον Πετράρχη. Όμως κ' έτσι, ύμνος αισθηματικός και συγκινητικός αναδίνεται προς την ομορφιά και την ιδέα της γυναικός, από τους απλούστερους και τους παθητικώτερους στίχους της Αγνώριστης και της Φαρμακωμένης, ως τα ποιήματα, σημαντικά της δεύτερης εποχής του, τα μυστικά και μουσικά της Μοναχής, του δραματικού Κρητικού, της βοσκοπούλας του Carmen Seculare, της Φαρμακωμένης 'ς τον Άδη», των γυναικών του Μισολογγιού. Και πόση η μεταβολή από την παθητική και την ανθρώπινη παρθενιά της Φαρμακωμένης, ως τον παρθενικόν υπεράνθρωπον ήσκιο της Φαρμακωμένης 'ς τον Άδη· από το βουκολικό θρήνο της πεθαμένης «Ορφανής» ως το υπερούσιο γονάτισμα 'ς τον τάφο της Αιμιλίας Ροδόσταμου· από την αφελή ερωτική παρακίνηση προς την Ανθούλα ως τη σεμνή πλαστικότητα του θαυμασμού προς την ομορφάδα της Φραγκίσκας Φραίζερ! Και όπως λίγα πράγματα της εξωτερικής ζωής του Σολωμού μας είναι καθαρά γνωστά, περισσότερο μας έμειναν άγνωστα και ο τόπος που θάπιασε 'ς τη ζωή του και ο πόθος που θα ξύπνησε 'ς την καρδιά του η αγάπη και το όνειρο της γυναίκας, μέσα 'ς το δράμα της νεώτερης Τέχνης θρησκευτικής πρωταγωνίστριας με σεραφικά φτερά ή με μάγεμα Εωσφόρου, από τον καιρό του Δάντη ως τον καιρό του Γκαίτε. Μόνο να ειπώ θα μπορούσα· όπως η ερωτόπαθη φίλη του, η Μαρία Παπαγεωργοπούλου, συγκίνησε με την τραγική της τύχη τα βαθειά της καρδιάς του, όμοια φαντάζομαι πως θα του ξύπνησε αργότερα, αφού του πέρασεν η νιότη, της φαντασίας κάποιο υψηλονόητο ανατρίχιασμα η αιθερόπλαστ' εικόνα της Φραγκίσκας Φραίζερ. Κόρη του άγγλου γραμματικού του λόρδου αρμοστή, ταίριαζε το βεργόλιγνο κορμί προς μίαν άκρα φροντίδα καλλιτεχνικής παρουσίας και ξεχωριστής ανάμεσα 'ς τον κόσμο· συνήθιζε να φαίνεται 'ς τανοιχτό αμαξάκι της ωραία στολισμένη· πάντα ασπροφορούσε κι όλο λουλούδια κρατούσε γοργοπερνώντας. Όσο για τον ποιητή, τονε θυμούνται ακόμα 'ς την Κέρκυρα κατά τα χρόνια εκείνα, ντυμένον όμοια καλοκαίρι χειμώνα· ψηλό καπέλλο, σακκάκι, πανταλόνι φανελλένιο· περπατούσε τακτικά 'ς τη σπιανάδα· προς το μεσημέρι συχνοφαίνονταν έξω· αψηφούσε το λιοπύρι· ευερέθιστος, όχι και πολύ γλυκομίλητος προς τους μεγάλους, όλη των τρόπων του την καλωσύνη την εξώδευε με τα παιδάκια· να παίζη μαζί τους αγαπούσε και να τους παίρνη γλυκίσματα. Μια παλιά φωτογραφία τονε δείχνει με τα μαλλιά προς τα επάνω χτενισμένα φουντωτά, ξέσκεπον όλο αφίνοντας πλατύ θολωτό μέτωπο, σε μακρουλό με γιομάτα, πλαδαρά κάπως, μάγουλα πρόσωπον, αμούστακο και αγένειο, πηγούνι σε λεπτοχάραχτο λακκάκι τελειώνοντας· μακρυό στόμα με φτενά κυματόγραμμα σφιχτοκλεισμένα χείλη, μύτη κανονική προς το γρυπό, με ανοιχτά σαν τρεμουλιαστά ρουθούνια, μύτη και στόμα σα να είν' έτοιμα να μαρτυρήσουνε μια κάποια πίκρα φροντισμέν' αποκρυμμένη, με όλη τη ρυτίδα μιας ανησυχίας νευρικής προς ταριστερά του μετώπου, απάνω από το μάτι· μάτια μεγάλα στρογγυλά σαν καρφωμένα αφηρημένα σε μια σκέψη. «Το μάτι του Σολωμού, γράφει ο Κερκυραίος κ. Καλοσγούρος, 'ς τες συχνές στιγμές του υψηλού του ενθουσιασμού, χωρίς να είναι φυσικά μαύρο (φαινόμενον ίσως μοναδικό) έξαφνα εμαύριζε κι άστραφτε». Λαιμός όλος φασκιωμένος με τον πλατύ πολύγυρο λαιμοδέτη· το φόρεμα κομπωτόν ως απάνω, σα ράσο πιο πολύ ή σα ρούχο λαϊκού, με το δεξί μακρομάνικο χέρι ακκουμπισμένο προς το μέρος της καρδιάς, σα σε χαιρέτισμα· με δυο λόγια, η όλη εντύπωση από την παλιάν εικόνα· όψη καλλιτέχνη σε μιαν ακινησίαν λειτουργική. «Στην Κέρκυρα βρίσκομαι, κάποτε είπεν, όμως δεν είναι η ζωή μου 'ς την Κέρκυρα». Και βέβαια· τα μεγαλόφτερα ιδανικά του ανοίγουν εμπρός του πλατύτερους ουρανούς από εκείνους που του δείχνανε τα πράγματα γύρω του. Όμως η απόμερη στοχαστική ζωή του δεν τον κράτησε ξένο προς μια διαλεχτή κοινωνία εκεί πέρα· εξ εναν