ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΜΠΕΡΔΕΨΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ και άλλες κλινικές ιστορίες ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Η Νευροψυχολογία, αντικείμενο αυτής της σειράς, μελετά τη σχέση του εγκεφάλου με το νου, με το συναίσθημα, τη σκέψη, την κίνηση του κορμιού και τις αισθήσεις, με ό,τι δηλαδή συνιστά την προσωπικότητα του ανθρώπου. Το βασικό κλειδί της λειτουργίας του εγκεφάλου εξακολουθεί να εί ναι κρυμμένο. Μέσα όμως από την απειρία των κυκλωμάτων και των συνδέσεων που τον συνιστούν, μερικά μονοπάτια, ανοιγμένα χάρη στην πειραματική έρευνα και την κλασική παρατήρηση της αρρώστιας, μας επιτρέπουν να περιδιαβάσουμε μέσα σε αυτό το τέλειο όσο και εύθραυστο οικοδόμημα, να νιώσουμε θαυμασμό για αυτά που έχουν αποκαλυφθεί, δέος και περιέργεια για εκείνα που δεν έχουν ακόμα βρει εξήγηση. Στα Μονοπάτια του Εγκεφάλου θα περιπλανηθούμε με οδηγό μερι κά από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία του καιρού μας: βιβλία αφηγηματι κά, που περιγράφουν κλινικές ιστορίες/ιστορικά, και βιβλία θεωρητικά, όμως εξίσου γλαφυρά, που για χάρη τον αναγνώστη, ειδικού και μη, ανακεφαλαιώνουν τα δεδομένα της σύγχρονης έρευνας. Η δυσκολία αυτής της σειράς έγκειται στα κενά της ορολογίας στα ελληνικά. Η ζωντανή, καθημερινή γλώσσα δεν προλαβαίνει να απορρο φά έννοιες και όρους. Η ορολογία της ψυχής, του νου και του σώματος επιστρέφει στη γλώσσα από όπου ξεκίνησε, φτιασιδωμένη, ξένη και ακατανόητη πια. Η έλλειψη αυτή είναι και το κίνητρο μας: Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για την αναβίωση ενός ενεργού λόγου από την εξοι κείωση με το αντικείμενο του, με το ίδιο το μυστήριο που προσπαθεί να εκφράσει. ΟΛΙΒΕΡ ΣΑΚΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΜΠΕΡΔΕΨΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ και άλλες κλινικές ιστορίες Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Η : Κ Ω Σ Τ Α Σ Π Ο Τ Α Γ Α Σ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ Oliver Sacks The man who mistook his wife for a hat © Copyright Oliver Sacks 1985 © Copyright για την ελληνική γλώσσα Θανάσης Καστανιώτης Αθήνα 1990 Εκδόσεις Θ. Καστανιώτη Ζωοδόχου Πηγής 3, 106 78 Αθήνα, τηλ. 360.32.34 — 360.13.31 ISBN 960-03-0475-0 Περιεχόμενα Πρόλογος 11 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΑΠΩΛΕΙΕΣ Εισαγωγή 19 1. Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο . . . 25 2. Ο χαμένος ναυτικός 41 3. Η ασώματη γυναίκα 64 4. Ο άνθρωπος που έπεσε από το κρεβάτι 77 5. Χέρια 81 6. Φαντάσματα 89 7. Με το αλφάδι 94 8. Κεφαλή δεξιά! 101 9. Ο λόγος του Προέδρου 104 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΞΑΡΣΕΙΣ Εισαγωγή 113 10. Γουίτυ Τίκυ Ρέυ ή Ο βασιλιάς των τικ 119 11. Η νόσος του Μικρού Θεού 131 12. Υπόθεση ταυτότητας 138 13. Ναι, πάτερ-αδελφή 148 14. Οι δαιμονισμένοι 152 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΤΑΞΙΔΙΑ Εισαγωγή 161 15. Αναπόληση 165 7 16. Ακράτεια νοσταλγίας 185 17. Ο δρόμος των Ινδιών 189 18. Μέσα στο πετσί του σκύλου 192 19. Φόνος 198 20. Οι οπτασίες της Χίλντεγκαρντ 203 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ Εισαγωγή 211 21. Ρεβέκα 217 22. Ένα ζωντανό λεξικό μουσικής 227 23. Οι Δίδυμοι 235 24. Ο αυτιστικός καλλιτέχνης 256 Βιβλιογραφία 278 8 Στον Leonard Shengold, M.D. Το να μιλάς για αρρώστιες είναι μια διασκέδαση που θυμίζει τις «Χίλιες και Μια Νύχτες». WILLIAM OSLER Ο γιατρός (αντίθετα από το φυσιοδίφη) ασχολεί ται... με έναν και μοναδικό οργανισμό, τον άνθρωπο σαν υποκείμενο, τη στιγμή που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται να διατηρήσει την ταυτότητά του. IVY MCKENZIE Πρόλογος «Το τελευταίο πράγμα που βάζει κανείς γράφοντας ένα βιβλίο», παρα τηρεί ο Πασκάλ, «είναι αυτό που θα έπρεπε να βάζει πρώτο». Έτσι, έχο ντας γράψει, συγκεντρώσει και δώσει μορφή σε αυτές τις παράξενες ιστορίες, έχοντας επιλέξει έναν τίτλο και δύο προμετωπίδες, πρέπει τώρα να εξετάσω αυτά που έκανα και γιατί τα έκανα. Η διπλή προμετωπίδα και η αντίθεση ανάμεσα στα δυο αποσπάσμα τα της —και τελικά η αντίθεση που ο Ivy McKenzie επισημαίνει ανάμε σα στο γιατρό και το φυσιοδίφη— αντιστοιχεί σε μια προσωπική μου διττότητα: στο ότι αισθάνομαι εγώ ο ίδιος ταυτόχρονα γιατρός και φυ σιοδίφης· και ότι ενδιαφέρομαι εξίσου για τις αρρώστιες και για τους ανθρώπους· ίσως, επίσης, γιατί είμαι εξίσου, αν και ατελώς, θεωρητικός και δραματουργός, είμαι εξίσου φτιαγμένος για το επιστημονικό και το ρομαντικό, και βρίσκω συνεχώς και τα δυο στην ανθρώπινη κατάσταση, όσο και στην κατάσταση της αρρώστιας που αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης κατάστασης· και τα ζώα αρρωσταίνουν, αλλά μόνο ο άνθρωπος πέφτει ολόκληρος μέσα στην αρρώστια. Η δουλειά μου, η ζωή μου, περιστρέφονται γύρω από τον άρρωστο, αλλά οι άρρωστοι και οι αρρώστιες τους με οδηγούν σε σκέψεις που ίσως σε άλλες καταστάσεις να μην έκανα. Σε τέτοιο βαθμό, που είμαι αναγκασμένος να ρωτήσω, όπως ο Νίτσε: «Όσο αφορά την αρρώστια: δε νιώθουμε σχεδόν τον πειρασμό να αναρωτηθούμε αν θα μπορού σαμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτή;» και να αντιλαμβάνομαι τις ε ρωτήσεις που ανακινεί σαν θεμελιώδεις για την κατανόηση της φύσης. Σε μόνιμη βάση οι ασθενείς μου με ωθούν σε ερωτήματα και τα ερωτή ματα μου με πιέζουν να γυρίσω σε ασθενείς και έτσι, στις ιστορίες ή μελέτες που ακολουθούν, υπάρχει μία διαρκής κίνηση από το ένα στο άλλο. 11 Μελέτες, σύμφωνοι· γιατί, όμως, διηγήσεις ή περιγραφές περιπτώσε ων; Ο Ιπποκράτης εισήγαγε την ιστορική αντίληψη της ασθένειας, την ιδέα ότι η αρρώστια έχει μια πορεία από τα πρώτα σημεία που γνω στοποιούν την παρουσία της μέχρι την ακμή ή την κρίση της και την ευτυχή ή μοιραία λύση της. Ο Ιπποκράτης εισήγαγε έτσι το ιστορικό περιπτώσεως, μία περιγραφή, μία απεικόνιση, της φυσικής ιστορίας της νόσου, που εκφράζει ακριβώς η παλιά λέξη «παθολογία». Αυτού του τύπου οι ιστορίες είναι πράγματι μία μορφή φυσικής ιστορίας, αλλά δε μας λένε τίποτα για το άτομο και τη δική του ιστορία· δε μεταφέρουν τίποτε από το πρόσωπο, την εμπειρία του ίδιου του ατόμου, καθώς αντιμετωπίζει την αρρώστια του και αγωνίζεται για την επιβίωσή του ενάντια σ' αυτή. Δεν υπάρχει «-υποκείμενο» σε ένα περιορισμένο ιστο ρικό· τα μοντέρνα ιστορικά αναφέρονται στο υποκείμενο με μια βια στική φράση («θήλυ, τρισωμία 21, με αλφισμό») που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ένα ποντίκι του εργαστηρίου, όσο και σε ένα ανθρώπινο ον. Για να ξαναδώσουμε στο ανθρώπινο ον την κεντρική του θέση —το ανθρώπινο υποκείμενο που υποφέρει, βασανίζεται, μάχεται— πρέπει να εμβαθύνουμε ένα ιατρικό ιστορικό στο επίπεδο μιας αφήγησης ή ενός διηγήματος· τότε μόνο έχουμε στη διάθεση μας ένα «ποιος», όπως ένα «τι», ένα αληθινό πρόσωπο, έναν ασθενή σε σχέση με μια αρρώστια, στη σχέση του με το σώμα. Η ουσία της ύπαρξης του ασθενή σχετίζεται απόλυτα με τις ανώτε ρες περιοχές της νευρολογίας, όπως και της ψυχολογίας· εδώ η εμπλο κή της προσωπικότητας του ασθενή είναι ουσιαστική, έτσι που η μελέ τη της ασθένειας και της ταυτότητας του δεν μπορούν να αποσυνδε θούν. Τέτοιες διαταραχές, καθώς και η περιγραφή και μελέτη τους, συ νεπάγονται στην πραγματικότητα μία νέα ειδικότητα που θα έπρεπε να αποκαλέσουμε «νευρολογία της ταυτότητας», γιατί ασχολείται με τις νευρολογικές θεμελιώσεις της προσωπικότητας, με το προαιώνιο πρό βλημα της σχέσης ανάμεσα στο μυαλό και το νου. Είναι πιθανό το χά σμα ανάμεσα στο ψυχικό και το σωματικό να είναι εκ των πραγμάτων ανυπέρβλητο· παρ' όλα αυτά, οι ιστορίες που αναφέρονται ταυτόχρονα και αδιάκριτα και στα δυο —και αυτές με συναρπάζουν ιδιαίτερα και αυτές (σε γενικές γραμμές) παρουσιάζω εδώ— μπορεί, παρ' όλα αυτά, να χρησιμεύουν στο να τα φέρουν πιο κοντά, να μας φέρουν ακριβώς επάνω στην τομή του φυσικού μηχανισμού και της ίδιας της ζωής, στη σχέση των φυσιολογικών διαδικασιών με τη βιογραφία. Η παράδοση των πλούσια ανθρώπινων κλινικών διηγημάτων έφτασε την ακμή της στο 19ο αιώνα και ύστερα παρήκμασε με την επικράτηση 12 μιας απρόσωπης νευρολογικής επιστήμης. Ο Luria έγραφε: «Η περι γραφική δύναμη, που ήταν τόσο κοινή στους μεγάλους νευρολόγους και ψυχιάτρους του 19ου αιώνα, έχει τώρα σχεδόν εξαφανιστεί... Πρέ πει να αναβιώσει». Οι τελευταίες του εργασίες, όπως το The Mind of a Mnemonist και το The Man with a Shattered World, είναι απόπειρες α ναβίωσης αυτής της χαμένης παράδοσης. Έτσι, λοιπόν, τα ιστορικά που παρουσιάζονται σ' αυτό το βιβλίο ξαναγυρνούν στην παλιά παρά δοση του 19ου αιώνα για την οποία μιλά ο Luria· στην παράδοση του πρώτου ιατρικού ιστορικού, του Ιπποκράτη· και στην οικουμενική και προ-ιστορική παράδοση την οποία ακολουθούσαν οι ασθενείς πάντα όταν διηγόνταν τις ιστορίες τους στους γιατρούς. Οι κλασικοί μύθοι περιστρέφονται γύρω από αρχετυπικές μορφές, ήρωες, θύματα, μάρτυρες, πολεμιστές. Οι νευρολογικοί ασθενείς είναι όλα αυτά μαζί και —στις παράξενες διηγήσεις που περιλαμβάνει αυτό το βιβλίο— είναι και κάτι περισσότερο. Πώς μπορούμε να κατηγοριο ποιήσουμε, μ' αυτούς τους μυθικούς και μεταφορικούς όρους, το «χα μένο ναυτικό» ή τις άλλες παράξενες μορφές αυτού του βιβλίου; Μπο ρούμε να πούμε πως είναι ταξιδιώτες σε αφάνταστες χώρες, χώρες για τις οποίες αλλιώς δε θα είχαμε την παραμικρή ιδέα ή σύλληψη. Να γιατί οι ζωές τους και τα ταξίδια τους έχουν για μένα μία ποιότητα μυθική, γιατί χρησιμοποίησα την εικόνα του Osler για τις Χίλιες και μια νύχτες σαν προμετωπίδα και γιατί αισθάνομαι αναγκασμένος να μιλάω για διηγήματα και μύθους, όπως και για ιστορικά περιπτώσεων. Σε τέ τοιες περιοχές το επιστημονικό και το μυθιστορηματικό έλκονται και τείνουν να συνυπάρξουν ο Luria αρεσκόταν να μιλά σ' αυτές τις περι πτώσεις για «ρομαντική επιστήμη». Συνυπάρχουν στην τομή του γεγο νότος και του μύθου, στην τομή που χαρακτηρίζει (όπως στο βιβλίο μου Awakenings) τις ζωές των ασθενών που εδώ γίνεται η διήγησή τους. Αλλά τι γεγονότα! Τι μύθοι! Με τι θα μπορούσαμε να τους συγκρί νουμε; Δεν υπάρχουν κατάλληλα πρότυπα, μεταφορές ή μυθικά αρχέ τυπα. Έφτασε, άραγε, ο καιρός για νέα σύμβολα, για νέα μυθικά πρό τυπα; Οχτώ από τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου έχουν ήδη δημοσιευτεί. «Ο χαμένος ναυτικός», «Χέρια», «Οι Δίδυμοι» και «Ο αυτιστικός καλλιτέ χνης» στη New York Review of Books (1984 και 1985), και «Γουίτυ Τίκυ Ρέυ», «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο» και 13 «Αναπόληση» στη London Review of Books (1981,1983,1984), όπου μια συντομότερη εκδοχή του τελευταίου είχε τον τίτλο «Μουσικά αυτιά». «Με το αλφάδι» δημοσιεύτηκε στο The Sciences (1985). Μία πολύ πρώι μη περιγραφή για μια από τις ασθενείς μου — που χρησίμευσε σαν «μοντέλο» για τη Ρόζα Ρ. στο Awakenings και για την Ντέμπορα του Α Kind of Alaska, που ο Χάρολντ Πίντερ εμπνεύστηκε από αυτό το βι βλίο, βρίσκεται στην «Ακράτεια νοσταλγίας» (που δημοσιεύτηκε αρχικά σαν «Ακράτεια νοσταλγίας από τη χορήγηση L-Dopa» στο Lancet την άνοιξη του 1970). Από τα τέσσερα «Φαντάσματα» μου, τα δύο πρώτα είχαν δημοσιευτεί σαν κλινικές περιγραφές στην British Medical Journal (1984). Δύο σύντομα κομμάτια έχουν παρθεί από προηγούμενα βιβλία: «Ο άνθρωπος που έπεσε από το κρεβάτι» προέρχεται από το A Leg to Stand On και οι «Οπτασίες της Χίλντεγκαρντ» από το Migraine. Τα υπό λοιπα δώδεκα κομμάτια είναι αδημοσίευτα και εντελώς καινούρια και γράφτηκαν όλα κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1984. Έχω ένα μεγάλο χρέος προς τους εκδότες μου: πρώτα προς τον Ro bert Silvers της New York Review of Books και τη Mary-Kay Wilmers του London Review of Books- ύστερα προς την Kate Edgar, τον Jim Silberman της Summit Books της Νέας Υόρκης και τον Colin Haycraft του Duck worth του Λονδίνου, που έκαναν τόσα πολλά για να πάρει το βιβλίο την τελική του μορφή. Ανάμεσα στους συναδέλφους μου νευρολόγους, πρέπει να εκφράσω την ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη μου στον αείμνηστο δρ James Purdon Mar tin, στον οποίο έδειξα τις μαγνητοσκοπήσεις της «Χριστίνας» και του «κ. MacGregor» και συζητήσαμε εξαντλητικά γι' αυτούς τους ασθενείς, η «Ασώματη γυναίκα» και «Με το αλφάδι» τού εκφράζουν αυτή τη βα θιά μου υποχρέωση· στο δρ Michael Kremer, τον παλιό μου διευθυντή στο Λονδίνο, ο οποίος σε απάντηση στο A Leg to Stand On (1984) πε ριέγραψε μια αντίστοιχη δική του περίπτωση· και οι δύο παρουσιάζο νται στον «Ανθρωπο που έπεσε από το κρεβάτι»· στο δρ Donald Ma crae, του οποίου την απίθανη περίπτωση οπτικής αγνωσίας, σχεδόν κωμικά όμοια με τη δική μου, ανακάλυψα τυχαία μόνο δύο χρόνια α φού είχα γράψει τη δική μου και αναφέρεται σαν υστερόγραφο στον «Ανθρωπο που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο»· και, όλως ιδιαιτέρως, στη στενή μου φίλη και συνάδελφο, τη δρ Isabelle Rapin, στη Νέα Υόρκη, που συζήτησε πολλές περιπτώσεις μαζί μου· μου γνώρισε τη Χριστίνα (την «Ασώματη γυναίκα») και είχε γνωρίσει τον Ζοζέ, τον «Αυτιστικό καλλιτέχνη» για πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμα παιδί. Επιθυμώ να αναφέρω την αλτρουιστική βοήθεια και γενναιοδωρία των ασθενών (και σε μερικές περιπτώσεις των συγγενών των ασθενών) των οποίων τις ιστορίες γράφω εδώ, που αν και γνώριζαν (όπως συχνά συνέβη) ότι οι ίδιοι δε θα μπορούσαν να βοηθηθούν άμεσα, μου επέ τρεψαν, και πολλές φορές με ενθάρρυναν, να γράψω για τη ζωή τους, με την ελπίδα ότι άλλοι θα μπορούσαν να μάθουν και να καταλάβουν και ίσως, μια μέρα, να θεραπευτούν. Όπως και στο Awakenings, τα ονόματα και μερικές λεπτομέρειες πάνω στις συνθήκες είναι αλλαγμέ να για λόγους προσωπικής και επαγγελματικής εμπιστοσύνης, αλλά σκοπός μου ήταν να διατηρήσω την ουσία, την «αίσθηση» που αποπνέ ει η ζωή τους. Τέλος θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου —πολύ περισσότερο από ευγνωμοσύνη— στο δικό μου μέντορα και γιατρό, στον οποίο και αφιερώνω αυτό το βιβλίο. Νέα Υόρκη O.W.S. 10 Φεβρουαρίου 1985 15 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΑΠΩΛΕΙΕΣ 2. Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο Εισαγωγή Οι βασικοί όροι της νευρολογίας είναι η λέξη «έλλειμμα» ή αλλιώς «έκ πτωση» (και «εκπτωτικά συμπτώματα») και σημαίνουν μια διαταραχή ή μια ανεπάρκεια της νευρολογικής λειτουργίας: απώλεια της γλώσσας, απώλεια της μνήμης, απώλεια της όρασης, απώλεια της δεξιοτεχνίας, απώλεια της ταυτότητας και μυριάδες άλλων «εκπτωτικών καταστάσε ων» και απωλειών εξειδικευμένων λειτουργιών (ή ιδιοτήτων). Για όλες αυτές τις δυσλειτουργίες (ένας άλλος ευνοούμενος όρος της νευρολο γίας) διαθέτουμε στερητικές λέξεις κάθε είδους —αφωνία, αφημία, α φασία, αλεξία, απραξία, αγνωσία, αμνησία, αταξία— μια λέξη για κάθε εξειδικευμένη νευρική ή ψυχική λειτουργία από την οποία, εξαιτίας της ασθένειας, του τραυματισμού ή μιας ελλειμματικής ανάπτυξης, μπορεί να βρεθούμε στερημένοι. Η επιστημονική μελέτη της σχέσης ανάμεσα στον εγκέφαλο και στο νου άρχισε στα 1861, όταν ο Broca, στη Γαλλία, βρήκε ότι οι ειδικές δυσκολίες στην εκπομπή της ομιλίας, η αφασία, ακολουθούσαν συστη ματικά την καταστροφή ενός ιδιαίτερου τμήματος του αριστερού ημι σφαιρίου του εγκεφάλου. Το γεγονός αυτό άνοιξε το δρόμο στη νευρο λογία του εγκεφάλου η οποία κατέστησε δυνατή, με την πάροδο των δεκαετιών, τη «χαρτογράφηση» του και την απόδοση εξειδικευμένων δυνατοτήτων —γλωσσικών, διανοητικών, αντιληπτικών κ.ά.— σε εξίσου εξειδικευμένα «κέντρα» του εγκεφάλου. Προς το τέλος του αιώνα, ό μως, είχε γίνει φανερό πια σε πιο οξείς παρατηρητές —και πάνω από όλους στον Freud, στο βιβλίο του Αφασία— ότι αυτός ο τύπος χαρτο γράφησης ήταν υπερβολικά απλός, καθώς όλες οι ψυχικές επιδόσεις έχουν μια εγγενή εσωτερική δόμηση και πρέπει να έχουν μια εξίσου πολύπλοκη φυσιολογική βάση. Ο Freud διαισθάνθηκε αυτή την αλήθεια, ειδικότερα όσο αφορά ορισμένες συγκεκριμένες διαταραχές της ανα- 19 γνώρισης και της αντίληψης, διαταραχές για τις οποίες έπλασε τον όρο «αγνωσία». Πίστευε ότι κάθε προσπάθεια ικανοποιητικής κατανόησης της αφασίας ή της αγνωσίας θα απαιτούσε μια νέα και πιο σύνθετη επιστήμη. Η νέα επιστήμη της μελέτης του εγκεφάλου/νου, που προείδε ο Freud, ήρθε στη ζωή στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, στη Ρωσία, σαν μια από κοινού δημιουργία του Α. R. Luria (και του πατέρα του, R. Α. Luria), του Leontev, του Anokhin, του Bernstein και άλλων, που της έδωσαν το όνομα «Νευροψυχολογία». Η ανάπτυξη αυ τής της άπειρα καρποφόρας επιστήμης υπήρξε το έργο ζωής του Α. R. Luria. Στη Δύση έφτασε με πάρα πολύ μεγάλη καθυστέρηση, αν σκε φτούμε την επαναστατική της σημασία. Η συστηματική της ανάπτυξη έγινε σε ένα μνημειώδες βιβλίο, το Ανώτερες φλοιώδεις λειτουργίες του ανθρώπου (Higher Cortical Functions in Man, αγγλική μετάφραση 1966) και, με έναν εντελώς αλλιώτικο τρόπο, σε μια βιογραφία ή «παθογρα- φία», στο Ο άνθρωπος με το θρυμματισμένο κόσμο (The Man with a Shattered World, αγγλική μετάφραση 1972). Παρότι αυτά τα βιβλία ήταν σχεδόν τέλεια στο είδος τους, υπήρχε ένας ολόκληρος τομέας που ο Luria δεν άγγιξε. Στις Ανώτερες φλοιώδεις λειτουργίες του ανθρώπου εξετάζονται αποκλειστικά οι λειτουργίες που ανήκουν στη δικαιοδοσία του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου· ο Zazetsky αντίστοιχα, ο ήρωας του Ο άνθρωπος με το θρυμματισμένο κόσμο, είχε μια τεράστια βλάβη στο αριστερό του ημισφαίριο, ενώ το δεξιό ήταν άθικτο. Πράγ ματι, ολόκληρη η ιστορία της νευρολογίας και της νευροψυχολογίας μπορεί να συνοψιστεί στην ιστορία της έρευνας του αριστερού ημι σφαιρίου. Ένας σημαντικός λόγος για την παραμέληση τον δεξιού ή «ελάσσο νος ημισφαιρίου», όπως ονομαζόταν πάντα, είναι η δυσκολία με την οποία τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου μπορούν να γίνουν αντι ληπτά σε σχέση με την ευκολία επίδειξης των συνεπειών μιας οποιασ δήποτε βλάβης με ποικίλη εντόπιση, πάντα, όμως, στο αριστερό ημι σφαίριο. Γινόταν η υπόθεση, συνήθως σε έναν περιφρονητικό τόνο, ότι το δεξιό ημισφαίριο είναι πιο «πρωτόγονο» από το αριστερό που εθεω ρείτο σαν το αποκορύφωμα της ανθρώπινης εξέλιξης. Και κατά μια έννοια αυτό είναι σωστό: το αριστερό ημισφαίριο είναι πιο πολύπλοκο και πιο εξειδικευμένο και αποτελεί ένα πολύ πρόσφατο απόκτημα της εξέλιξης των πρωτευόντων και ειδικά του ανθρώπινου εγκεφάλου. Από την άλλη μεριά, το δεξιό ημισφαίριο είναι εκείνο που έχει κάτω από τον έλεγχό του τις κρίσιμες εκείνες δυνάμεις με τις οποίες αναγνωρίζεται η 20 πραγματικότητα, δυνάμεις απαραίτητες για την επιβίωση του κάθε ζω- ντανού οργανισμού. Το αριστερό ημισφαίριο, σαν ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος προσαρτημένος στο βασικό εγκέφαλο της δημιουργίας, προορίζεται για την επεξεργασία προγραμμάτων και σχηματικών συλλή- ψεων παρόμοια, η κλασική νευρολογία είχε σαν κύρια ασχολία της τις σχηματικές αναπαραστάσεις σε βάρος της πραγματικότητας, έτσι που όταν τελικά ήρθαν σε φως μερικά από τα σύνδρομα του δεξιού ημι σφαιρίου, θεωρήθηκαν εντελώς αλλόκοτα. Στο παρελθόν είχαν γίνει κάποιες απόπειρες —για παράδειγμα από τον Anton στη δεκαετία του 1890 και από τον Potzl στα 1928— προς την κατεύθυνση της εξερεύνησης του δεξιού ημισφαιρίου, αλλά και αυ τές, εντελώς παράδοξα, αγνοήθηκαν. Σε ένα από τα τελευταία του βι βλία, το The Working Brain, ο Luria αφιέρωσε ένα σύντομο αλλά πολύ ενδιαφέρον τμήμα στα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου, καταλήγο ντας: «Αυτά τα ελλείμματα, που προς το παρόν δεν έχουν καθόλου μελετηθεί, μας οδηγούν σε ένα από τα πιο βασικά προβλήματα, το ρόλο του δεξιού ημισφαιρίου στην άμεση συνείδηση... Η μελέτη αυτού του τεράστιας ση μασίας τομέα έχει μέχρι τώρα αγνοηθεί... Θα αναλυθεί λεπτομερώς σε μια ειδική σειρά άρθρων... που η δημοσίευση τους ετοιμάζεται». Πράγματι, ο Luria έγραψε τελικά μερικά από αυτά τα άρθρα στη διάρκεια των τελευταίων μηνών της ζωής του, όταν πια ήταν θανάσιμα άρρωστος. Δεν πρόλαβε να τα δει να δημοσιεύονται και ούτε άλλωστε δημοσιεύτηκαν ποτέ στη Ρωσία. Τα έστειλε στον R. L. Gregory στην Αγγλία και θα δημοσιευτούν στο βιβλίο του Gregory Oxford Companion to the Mind. Στις βλάβες του δεξιού ημισφαιρίου, οι δυσκολίες που ο ασθενής αντιμετωπίζει στον εσωτερικό του κόσμο συμπορεύονται με τις εξωτε ρικές δυσκολίες. Σέ ασθενείς με ορισμένα σύνδρομα του δεξιού ημι σφαιρίου δεν είναι απλά δύσκολο, είναι αδύνατο να αντιληφθούν την ίδια την ύπαρξη των προβλημάτων τους, μια παράξενη και ειδική κατά σταση που ο Babinski αποκάλεσε «ανοσαγνωσία». Είναι ιδιαίτερα δύ σκολο, ακόμα και στον πιο οξυδερκή και ευαίσθητο παρατηρητή, να αναπαραστήσει την εσωτερική εικόνα, την «κατάσταση» στην οποία βρίσκονται αυτοί οι ασθενείς, γιατί πρόκειται για κάτι σχεδόν ασύλλη πτο, πολύ μακριά από οτιδήποτε γνώρισε ποτέ αυτός ο ίδιος. Αντίθετα, τα σύνδρομα του αριστερού ημισφαιρίου μπορεί κανείς να τα φαντα στεί σχετικά εύκολα. Παρότι, λοιπόν, τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαι- 21 ρίου είναι όσο συχνά και του αριστερού —δε θα υπήρχε κανένας λόγος να μην είναι— συναντάμε μέσα στη νευρολογική και νευροψυχολογική φιλολογία χίλιες περιγραφές συνδρόμων του αριστερού ημισφαιρίου για καθεμιά περιγραφή ενός συνδρόμου του δεξιού ημισφαιρίου. Μοιά ζει σαν τέτοια σύνδρομα να ήταν ξένα προς το όλο κλίμα της νευρολο γίας. Ξένα σε τέτοιο βαθμό, που να απαιτούν έναν εντελώς νέο τύπο νευρολογίας, μια «προσωποποιημένη» ή, όπως προτιμούσε να την α ποκαλεί ο Luria, μια «ρομαντική» επιστήμη· γιατί σε αυτά ακριβώς μας αποκαλύπτεται το φυσικό υπόστρωμα της προσωπικότητας, του Εγώ* Ο Luria πίστευε ότι η ιδανική εισαγωγή για μια επιστήμη αυτού του είδους θα ήταν μια ιστορία, το λεπτομερές ιστορικό ενός ανθρώπου με μια βαθιά διαταραχή του δεξιού ημισφαιρίου, ένα ιστορικό που θα ή ταν το άμεσο συμπλήρωμα και ο αντίποδας του Ανθρώπου με το θρυμματισμένο κόσμο. Σε ένα από τα τελευταία του γράμματα μου έγραφε: «Δημοσιεύστε τέτοιες ιστορίες και αν ακόμα πρόκειται για α πλά σκαριφήματα. Πρόκειται για ένα χώρο ιδιαίτερα εντυπωσιακό». Ο μολογώ ότι αυτές οι διαταραχές μού κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, γιατί ανοίγουν δρόμους ή αποκαλύπτουν κόσμους που μόλις υποψιαζό μασταν προηγουμένως, οδηγώντας προς μια πιο ανοιχτή νευρολογία και ψυχολογία, τόσο διαφορετικές από τη μάλλον δύσκαμπτη και μη χανιστική νευρολογία του παρελθόντος. Το ενδιαφέρον μου, λοιπόν, απορροφήθηκε λιγότερο από τα ελλείμ ματα με την παραδοσιακή έννοια του όρου και περισσότερο από τις νευρολογικές διαταραχές που προσβάλλουν το ίδιο το Εγώ. Αυτές οι διαταραχές μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικές ποσοτικά κατηγορίες, παίρνοντας τόσο την κατεύθυνση της αναστολής, όσο και της υπερβο λικής έξαρσης μιας λειτουργίας, και φαίνεται λογικό να τις εξετάσουμε χωριστά. Πρέπει, όμως, να πούμε από την αρχή ότι μια ασθένεια δεν περιορίζεται ποτέ σε μια απλή έλλειψη ή μια υπερβολή, αλλά ότι υπάρ χει πάντα μια αντίδραση από τη μεριά του οργανισμού ή του ατόμου που έχει προσβληθεί, στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει, να α ντικαταστήσει, να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη και να διατηρήσει την ταυτότητά του, όσο παράξενα και αν είναι τα μέσα που μετέρχεται γι' αυτό: η μελέτη και η επέμβαση πάνω σε αυτά τα μέσα, όσο και πάνω στην πρωτογενή προσβολή του νευρικού συστήματος, αποτελούν ουσιαστικό μέρος του ρόλου μας σαν γιατρών. Ο Ivy McKenzie το υπο στηρίζει με ιδιαίτερη δύναμη: * The self. (Σ.τ.Μ.) 2 2 «Τι είναι άλλωστε αυτό που συνιστά μια "νοσολογική οντότητα" ή μια "νέα ασθένεια"; Ο γιατρός δεν ασχολείται, όπως ο φυσιοδίφης, με ένα ευρύ φάσμα διάφορων οργανισμών θεωρητικά προσαρμοσμένων με ένα μέσο τρόπο σε ένα μέσο περιβάλλον, αλλά με ένα και μοναδικό οργανι σμό, τον άνθρωπο, σαν υποκείμενο τη στιγμή που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται να διατηρήσει την ταυτότητά του». Αυτή η δυναμική, αυτός ο «αγώνας για τη διατήρηση της ταυτότη τας», όσο παράξενα και αν είναι τα μέσα ή τα αποτελέσματα ενός τέ τοιου αγώνα, έχει αναγνωριστεί από την ψυχιατρική εδώ και πολύ και ρό και, όπως και άλλα σημεία, συνδυάζεται ιδιαίτερα με τη δουλειά του Freud. Για παράδειγμα, ο Freud έβλεπε τις παραισθήσεις της παρά νοιας όχι σαν πρωτογενή φαινόμενα αλλά σαν απόπειρες (αν και σε λανθασμένο δρόμο) για την αποκατάσταση, για την ανακατασκευή ε νός κόσμου παραμορφωμένου, εξαιτίας ενός πλήρους χάους. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, ο Ivy McKenzic έγραψε: «Η παθολογική φυσιολογία του παρκινσονικού συνδρόμου αποτελεί τη μελέτη ενός οργανωμένου χάους, ενός χάους που προκύπτει στην αρχή από την καταστροφή σημαντικών ενοτήτων και οργανώνεται, στη συνέ χεια, με τη διαδικασία της αποκατάστασης επάνω σε μια ασταθή βάση». Το βιβλίο μου Awakenings ήταν η έκθεση της μελέτης ενός «οργανω μένου χάους» που προκύπτει από μια μοναδική, αν και πολύμορφη, ασθένεια. Αυτά που ακολουθούν εδώ αποτελούν μια σειρά από παρό μοιες μελέτες γύρω από καταστάσεις «οργανωμένου χάους», προϊόντα μιας μεγάλης ποικιλίας ασθενειών. Στο πρώτο μέρος, που ακολουθεί αμέσως, με τίτλο «Απώλειες», η πιο σημαντική για μένα περίπτωση είναι «0 άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο», αυτή η ειδική μορφή οπτικής αγνωσίας. Η σημασία της είναι θεμελιώδης. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν μια ρι ζική πρόκληση απέναντι σε ένα από τα πιο εδραιωμένα αξιώματα της κλασικής νευρολογίας: την ιδέα ότι η εγκεφαλική βλάβη, η κάθε εγκε- φαλική βλάβη, καταργεί την «αφηρημένη και κατηγορική στάση» (με τους όρους του Kurt Goldstein), μειώνοντας το άτομο στο επίπεδο του συγκινησιακού και του συγκεκριμένου. (Μια πολύ ανάλογη άποψη είχε διατυπωθεί από τον Hughlins Jackson στη δεκαετία του 1860.) Στην περίπτωση του δρ Π., όμως, συναντάμε το εντελώς αντίθετο, έναν άν θρωπο που έχει χάσει ολοκληρωτικά (έστω και μόνο στη σφαίρα της όρασης) τη δυνατότητα αντίληψης του συγκινησιακού, του συγκεκριμέ νου, του προσωπικού, του «πραγματικού»... και έχει περιοριστεί στο αφηρημένο και το κατηγορικό, με συνέπειες ιδιαίτερα παράλογες. Τι θα έλεγαν ο Hughlins Jackson και ο Goldstein γι' αυτό; Πολλές φορές τους ζήτησα στη φαντασία μου να εξετάσουν το δρ Π., για να τους ρωτήσω μετά: «Λοιπόν, κύριοι! Τι λέτε τώρα;» 24 1 Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο Ο δρ Π. ήταν ένας διακεκριμένος μουσικός, πολύ γνωστός για χρόνια σαν τραγουδιστής και, αργότερα, σαν καθηγητής στο τοπικό Ωδείο. Ε κεί, για πρώτη φορά, παρατηρήθηκαν ορισμένα παράξενα φαινόμενα στις σχέσεις του με τους φοιτητές του. Μερικές φορές, όταν ένας φοι τητής παρουσιαζόταν μπροστά του, ο δρ Π. δεν κατάφερνε να τον α ναγνωρίσει ή, για την ακρίβεια, δεν αναγνώριζε το πρόσωπο του. Από τη στιγμή, όμως, που θα μιλούσε, μπορούσε να τον αναγνωρίσει από τη φωνή του. Τέτοια επεισόδια συνεχώς πολλαπλασιάζονταν προκαλώ ντας αμηχανία, σύγχυση, κάποιο φόβο και μερικές φορές το γέλιο. Για τί όχι μόνο ο δρ Π. αποτύγχανε όλο και συχνότερα να δει τα πρόσωπα, αλλά άρχισε να βλέπει και πρόσωπα εκεί που δεν υπήρχαν: καθώς περπατούσε κεφάτα στο δρόμο, χτυπούσε χαϊδευτικά τους πυροσβε στικούς κρουνούς και τα παρκόμετρα, παίρνοντας τα για κεφάλια παι διών υποκλινόταν με φιλοφρόνηση στα έπιπλα, λίγο ενοχλημένος που δεν του το ανταπέδιδαν. Στην αρχή αυτά τα περίεργα λάθη προκαλού σαν το γέλιο σαν αστεία, ακόμα και στον ίδιο το δρ Π. Δεν είχε πάντα, έτσι κι αλλιώς, μια ιδιόρρυθμη αίσθηση χιούμορ και δεν πέρναγε τον καιρό του με παράξενα ευφυολογήματα και χωρατά; Οι μουσικές του δυνατότητες παρέμεναν πάντα το ίδιο εντυπωσιακές. Δεν αισθανόταν άρρωστος, ποτέ δεν είχε αισθανθεί καλύτερα, και τα λάθη του ήταν τόσο παράλογα —και τόσο εφευρετικά— που δύσκολα θα μπορούσαν να είναι σοβαρά ή να κρύβουν το οτιδήποτε σοβαρό. Η ιδέα πως «κάτι δεν πήγαινε καλά» δε θα γεννιόταν παρά περίπου τρία χρόνια αργότε ρα, όταν του παρουσιάστηκε διαβήτης. Γνωρίζοντας πως ο διαβήτης προσβάλλει τα μάτια, ο δρ Π. συμβουλεύτηκε έναν οφθαλμίατρο που του πήρε το ιστορικό και εξέτασε προσεχτικά τα μάτια του. — Τα μάτια σας δεν έχουν τίποτα, κατέληξε ο γιατρός, αλλά υπάρχει 25 κάποιο πρόβλημα στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου σας. Δε χρειά ζεστε τη δική μου βοήθεια, θα πρέπει να δείτε ένα νευρολόγο. Με αυτή, λοιπόν, την υπόδειξη ο δρ Π. έφτασε σε μένα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά τη συνάντησή μας είχε γίνει φανερό ότι δεν υπήρχε ίχνος άνοιας με τη συνηθισμένη της έννοια. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη καλλιέργεια και γοητεία, που μιλούσε όμορφα και αβίαστα, με φαντασία και χιούμορ. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τον είχαν στείλει στην κλινική μας. Και, εντούτοις, υπήρχε κάτι κάπως παράξενο. Καθώς μιλούσε με α ντίκριζε, ήταν γυρισμένος προς το μέρος μου και, παρ' όλα αυτά, κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δύσκολο να εκφραστεί. Είχα την εντύπωση πως με αντίκριζε με τα αυτιά του, όχι με τα μάτια του. Τα μάτια, αντί να με κοιτούν, να με «απορροφούν» φυσιολογικά, καθηλώνονταν σε διάφορα σημεία με τρόπο παράξενο και απότομο: πάνω στη μύτη μου, στο δεξί μου αυτί, χαμηλά στο μάγουλό μου, ψηλά στο δεξί μου μάτι, σαν να παρατηρούσε (ή σαν να μελετούσε) αυτά τα χαρακτηριστικά ένα προς ένα, χωρίς, όμως, να βλέπει ολόκληρο το πρόσωπό μου, τις εκφράσεις μου όταν άλλαζαν, «εμένα» σαν σύνολο. Δεν είμαι σίγουρος ότι το συ νειδητοποίησα εκείνη ακριβώς τη στιγμή· υπήρχε μόνο κάτι παράδοξο που με βασάνιζε, κάποιο κενό στη φυσιολογική αλληλεπίδραση βλέμ ματος και έκφρασης. Με κοιτούσε, με ερευνούσε με το βλέμμα του και όμως... — Τι νομίζετε ότι δεν πάει καλά; τον ρώτησα τελικά. — Τίποτα που να με ενοχλεί, απάντησε χαμογελώντας, αλλά οι άλλοι δείχνουν να σκέφτονται ότι κάτι συμβαίνει με τα μάτια μου. — Εσείς, όμως, δε νιώθετε ότι έχετε προβλήματα με την όραση σας; —Όχι, όχι άμεσα, αλλά τυχαίνει να κάνω λάθη. Έφυγα για λίγο από το δωμάτιο, για να μιλήσω στη γυναίκα του. Όταν επέστρεψα, ο δρ Π. καθόταν ήρεμα δίπλα στο παράθυρο, προση λωμένος, ακούγοντας, μάλλον, παρά κοιτώντας έξω. — Κίνηση, είπε, ήχοι του δρόμου, μακρινά τρένα — συνθέτουν ένα είδος συμφωνίας, δε νομίζετε; Γνωρίζετε την Pacific 234 του Honegger; Τι συμπαθητικός άνθρωπος, σκέφτηκα. Πώς είναι δυνατό να υπάρχει κάτι σοβαρό; Άραγε θα μου επέτρεπε να τον εξετάσω; — Ναι, φυσικά, δρ Sacks. Η ανησυχία μου εκτονώθηκε μέσα από την καταπραϋντική ρουτίνα της νευρολογικής εξέτασης και ίσως το ίδιο συνέβη και σ' αυτόν. Μυϊκή δύναμη, συντονισμός των κινήσεων, αντανακλαστικά, μυϊκός τόνος... Τη 26 στιγμή που εξέταζα τα αντανακλαστικά του —υπήρχε κάποια ασήμα ντη ανωμαλία στα αριστερά— συνέβη το πρώτο αλλόκοτο γεγονός. Είχα βγάλει το αριστερό του παπούτσι και έξυνα το πέλμα του πο διού του με ένα κλειδί —μια εξέταση αντανακλαστικού που μοιάζει ασήμαντη, αλλά είναι ουσιώδης— και μετά, ζητώντας συγνώμη για να βιδώσω το οφθαλμοσκόπιό μου, τον είχα αφήσει να το ξαναβάλει μό νος του. Ένα λεπτό αργότερα, με έκπληξη είδα ότι δεν το είχε βάλει ακόμα. — Μπορώ να βοηθήσω; ρώτησα. — Να βοηθήσετε σε τι; Να βοηθήσετε ποιον; — Να βοηθήσω εσάς, για να βάλετε το παπούτσι σας. — Α, έκανε, είχα ξεχάσει το παπούτσι, προσθέτοντας sotto voce: To παπούτσι; Το παπούτσι; Έμοιαζε μπερδεμένος. — Το παπούτσι σας, επανέλαβα. Ίσως θα 'πρεπε να το βάλετε. Συνέχισε να κοιτάει κάτω, αν και όχι το παπούτσι, έντονα προσηλω μένος αλλά σε λάθος κατεύθυνση. Τελικά το βλέμμα του εντοπίστηκε στο πόδι του: — Αυτό είναι το παπούτσι μου, έτσι; Άκουσα λάθος; Είδε λάθος; — Τα μάτια μου, εξήγησε και ακούμπησε το ένα χέρι στο πόδι του: Αυτό είναι το παπούτσι μου, έτσι δεν είναι; —Όχι, δεν είναι, αυτό είναι το πόδι σας. Εκεί είναι το παπούτσι σας. — Α, νόμιζα ότι αυτό ήταν το πόδι μου! Αστειευόταν; Ήταν τρελός; Ήταν τυφλός; Αν αυτό ήταν ένα από τα «παράξενα λάθη» του, ήταν το πιο παράξενο λάθος που είχα ποτέ συ ναντήσει. Τον βοήθησα να βάλει το παπούτσι του (το πόδι του), για να αποφύ γω μεγαλύτερο μπέρδεμα. Ο ίδιος ο δρ Π. έμοιαζε ατάραχος, αδιάφο ρος και ίσως και να το διασκέδαζε κάπως. Συνέχισα την εξέτασή μου. Η οπτική του οξύτητα ήταν καλή: δε δυσκολευόταν να δει μια καρφί τσα στο πάτωμα — αν και μερικές φορές την έχανε, αν ήταν τοποθε τημένη στα αριστερά του. Εντάξει, έβλεπε, αλλά τι έβλεπε; Άνοιξα ένα τεύχος του National Ge ographic Magazine και του ζήτησα να περιγράψει μερικές εικόνες. Οι απαντήσεις του ήταν πολύ περίεργες. Τα μάτια του πετάγονταν εδώ κι εκεί, συλλαμβάνοντας μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, απομονω μένα στοιχεία, όπως και προηγουμένως με το πρόσωπό μου. Ένα έ ντονο σημείο, κάποιο χρώμα, ένα σχήμα τραβούσαν την προσοχή του και του προκαλούσαν κάποιο σχόλιο, αλλά σε καμιά περίπτωση δε συ- 27 νελάμβανε τη σκηνή συνολικά. Δεν κατόρθωνε να δει το σύνολο, έβλε πε μόνο λεπτομέρειες που τις ξεχώριζε σαν να 'ταν τα φωτεινά σημεία στην οθόνη ενός ραντάρ. Ποτέ δε δημιουργούσε σχέση με την εικόνα σαν σύνολο, ποτέ δεν αντίκριζε, για να το πούμε έτσι, τη φυσιογνωμία της ίδιας της εικόνας. Δεν είχε καμιά απολύτως αίσθηση ενός τοπίου ή μιας σκηνής. Του έδειξα το εξώφυλλο, μια συνεχή έκταση από αμμόλοφους της Σαχάρας. — Τι βλέπετε εδώ; ρώτησα. — Βλέπω ένα ποτάμι, είπε. Και ένα μικρό πανδοχείο με τη βεράντα του πάνω από το νερό. Υπάρχουν άνθρωποι που τρώνε έξω στη βερά ντα. Εδώ κι εκεί βλέπω χρωματιστές ομπρέλες ήλιου. Κοιτούσε —αν αυτό μπορούσε να ονομαστεί κοίταγμα— ακριβώς επάνω από το εξώ φυλλο, στον αέρα, και έπλαθε ανύπαρκτες μορφές, σαν η απουσία μορφών στη συγκεκριμένη εικόνα να τον είχε ωθήσει να φανταστεί το ποτάμι και τις βεράντες με τις χρωματιστές ομπρέλες. Πρέπει να έδειξα εμβρόντητος, αλλά έμοιαζε να πιστεύει ότι τα είχε μάλλον πάει καλά. Ένα μικρό χαμόγελο φαινόταν στο πρόσωπο του. Μετά, σαν να αποφάσισε πως η εξέταση είχε τελειώσει, άρχισε να ψά χνει ολόγυρα για το καπέλο του. Άπλωσε το χέρι του και πιάνοντας το κεφάλι της γυναίκας του, προσπάθησε να το ανασηκώσει και να το φορέσει. Ήταν φανερό ότι είχε μπερδέψει τη γυναίκα του με το καπέ λο του! Η γυναίκα του έδειξε σαν να ήταν συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα. Αδυνατούσα να εξηγήσω αυτό που είχε συμβεί, χρησιμοποιώντας τους όρους της συμβατικής νευρολογίας (ή νευροψυχολογίας). Σε μερι κά σημεία ο δρ Π. παρουσιαζόταν ακέραιος, ενώ άλλα ήταν ολοκληρω τικά, ακατανόητα καταστραμμένα. Πώς μπορούσε, από τη μια, να περ νά τη γυναίκα του για καπέλο και, από την άλλη, να λειτουργεί, όπως εμφανώς συνέχιζε να το κάνει, σαν καθηγητής στο Ωδείο; Έπρεπε να σκεφτώ, να τον δω και πάλι, και να τον δω στο οικείο του περιβάλλον, στο σπίτι του. Μερικές μέρες αργότερα επισκέφτηκα το δρ Π. και τη γυναίκα του, στο σπίτι τους, με τις παρτιτούρες των Dichterliebe στο χαρτοφύλακα μου (ήξερα ότι αγαπούσε τον Σούμαν) και μια ποικιλία παράξενων α ντικειμένων που θα μου χρησίμευαν για να εξετάσω την αντίληψη του. Η κ. Π. με οδήγησε σε ένα ψηλοτάβανο διαμέρισμα που θύμιζε Βερολί νο fin-du-siecle. Ένα μεγαλόπρεπο παλιό Bosendorfer βρισκόταν στο κέ ντρο του δωματίου και ολόγυρα υπήρχαν αναλόγια, όργανα, παρτιτού- 28 ρες... Υπήρχαν βιβλία, υπήρχαν πίνακες, αλλά η μουσική σαφώς κυ ριαρχούσε. Ο δρ Π. μπήκε στο δωμάτιο, ελαφρά καμπουριαστός και αφηρημένος, προχώρησε με απλωμένο το χέρι προς το παλιό ρολόι του τοίχου, αλλά, ακούγοντας τη φωνή μου, διόρθωσε την κίνηση του και μου έδωσε το χέρι του. Χαιρετηθήκαμε και κουβεντιάσαμε λίγο για τις τελευταίες συναυλίες και παραστάσεις. Δισταχτικά τον ρώτησα αν θα ήθελε να τραγουδήσει. — Τα Dichterliebel αναφώνησε. Δεν μπορώ, όμως, πια να διαβάσω μουσική. Θα τα παίξετε εσείς; Είπα ότι θα προσπαθούσα. Πάνω σ' αυτό το υπέροχο παλιό πιάνο, ακόμα και το δικό μου παίξιμο ακουγόταν σωστά, και ο δρ Π. ήταν ένας γέρος αλλά άπειρα μελωδικός Fischer-Dieskau που συνδύαζε ένα τέλειο αυτί με μια φωνή με την πιο κοφτερή μουσική ευστροφία. Ήταν ξεκάθαρο ότι το Ωδείο δεν τον κρατούσε από φιλανθρωπία. Οι κροταφικοί λοβοί του δρ Π. ήταν κατά τα φαινόμενα άθικτοι: είχε έναν υπέροχο μουσικό φλοιό. Τι δεν πήγαινε καλά, αναρωτήθηκα, στους βρεγματικούς και ινιακούς λοβούς του και ειδικότερα σε εκείνες τις περιοχές όπου εντοπίζονται οι διαδικασίες οι σχετικές με την όρα ση; Καθώς κουβαλάω διάφορα γεωμετρικά στερεά στη νευρολογική μου τσάντα, αποφάσισα να αρχίσω με αυτά. — Τι είναι αυτό; ρώτησα βγάζοντας το πρώτο από αυτά. —Ένας κύβος, φυσικά. — Και αυτό; ρώτησα κουνώντας μπροστά του ένα άλλο. Ρώτησε αν μπορούσε να το εξετάσει, πράγμα το οποίο έκανε γρήγο ρα και συστηματικά. —Ένα δωδεκάεδρο, φυσικά. Και μην απασχολείστε με τα υπόλοιπα, θα βρω και το εικοσάεδρο. Τα αφηρημένα σχήματα δεν παρουσίαζαν προβλήματα. Τι συνέβαινε με τα πρόσωπα; Έβγαλα μια τράπουλα. Αναγνώρισε όλα τα χαρτιά στη στιγμή, μαζί και τους βαλέδες, τις ντάμες, τους ρηγάδες και τόν τζόκερ. Αλλά αυτά στο κάτω κάτω είναι στιλιζαρισμένα σχέδια και ήταν αδύνατο να πει κανείς κατά πόσο έ βλεπε πρόσωπα ή απλές μορφές. Αποφάσισα να του δείξω έναν τόμο με καρικατούρες που είχα στο χαρτοφύλακά μου. Εδώ, επίσης, τα πήγε γενικά καλά. Το πούρο του Ghurchill, η μύτη του Schnozzle: από τη στιγμή που έπιανε ένα χαρακτηριστικό-κλειδί, μπορούσε να αναγνωρί σει το πρόσωπο. Αλλά τα σκίτσα είναι, επίσης, τυποποιημένα και σχη ματικά. Έμενε να δει κανείς πώς θα τα κατάφερνε με αληθινά πρόσω πα, σε ρεαλιστική αναπαράσταση. 29 Άνοιξα την τηλεόραση, κρατώντας τον ήχο κλειστό, και έπεσα σε μια παλιά ταινία της Μπέτυ Ντέιβις. Διαδραματιζόταν μια ερωτική σκηνή. Ο δρ Π. δεν αναγνώρισε την ηθοποιό, αλλά αυτό μπορεί να οφειλόταν στο ότι ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Πιο εντυ πωσιακό ήταν το γεγονός ότι απέτυχε να αναγνωρίσει τις εκφράσεις του προσώπου της ή του προσώπου του παρτενέρ της, αν και, στη διάρκεια μιας και μοναδικής θυελλώδους σκηνής, αυτές οι εκφράσεις πέρασαν από το φλογερό πόθο σε πάθος, έκπληξη, αηδία και θυμό, για να καταλήξουν σε μια τρυφερή συμφιλίωση. Ο δρ Π. δεν έβγαζε τίποτε από όλα αυτά. Ήταν πολύ ασαφής για το τι διαδραματιζόταν ή για το ποιος ήταν ποιος ή ακόμα για το αν ήταν άντρες ή γυναίκες. Τα σχόλια του γι' αυτή τη σκηνή ήταν αυτά που θα έκανε ένας εξωγήινος. Έμενε μόνο μια περίπτωση: κάποιες από τις δυσκολίες του να συνδέ ονταν με τον εξωπραγματικό χαρακτήρα αυτού του κόσμου από ζελα τίνη, του κόσμου του Χόλιγουντ έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικός στην αναγνώριση προσώπων από την ίδια του τη ζωή. Στους τοίχους του διαμερίσματος υπήρχαν φωτογραφίες της οικογένειάς του, των συναδέλφων του, των μαθητών του, του ίδιου. Μάζεψα μια στοίβα από αυτές και, ξεπερνώντας κάποιους δισταγμούς μου, του τις έδειξα. Αυτό που φαινόταν αστείο, σαν κάποια φάρσα, όταν μιλούσαμε για την ταινία, γινόταν τραγικό, όταν είχε να κάνει με την αληθινή ζωή. Γενικά δεν αναγνώρισε κανέναν: ούτε την οικογένειά του ούτε τους συναδέλφους του ούτε τους μαθητές του ούτε καν τον εαυτό του. Αναγνώρισε μόνο τον Άινσταϊν, επειδή απομόνωσε το χα ρακτηριστικό μαλλί και το μουστάκι· το ίδιο συνέβη και με ένα ή δύο άλλα πρόσωπα. — Α, ο Πωλ! είπε, όταν του έδειξα ένα πορτρέτο του αδελφού του. Αυτό το τετράγωνο σαγόνι, αυτά τα μεγάλα δόντια... θα γνώριζα τον Πωλ οπουδήποτε. Αλλά αναγνώριζε τον ίδιο τον Πωλ ή μόνο κάποια χαρακτηριστικά του, στα οποία και βασιζόταν για να κάνει μια λογική εκτίμηση όσο αφορά την ταυτότητα του προσώπου; Όταν δεν υπήρχαν ολοφάνερες ενδείξεις, ήταν εντελώς, απελπιστικά, χαμένος. Αλλά δεν ήταν απλώς η αναγνώριση, η γνώση, που ήταν προβληματική· υπήρχε κάτι το βαθιά λανθασμένο στο συνολικό τρόπο με τον οποίο ενεργούσε. Προσέγγιζε αυτά τα πρόσωπα —ακόμα και των κοντινών και αγαπητών του αν θρώπων— σαν να ήταν αφηρημένα παζλ ή τεστ. Δεν αποκτούσε σχέση με αυτά, δεν τα έβλεπε. Κανένα πρόσωπο δεν του ήταν οικείο, δεν ήταν ιδωμένο σαν «εσύ», αλλά αναγνωριζόταν μόνο σαν ένα σύνολο 30 χαρακτηριστικών, σαν «αυτό». Κατά συνέπεια, η συμβατική τυποποιημέ νη γνώση υπήρχε — ούτε ίχνος, όμως, προσωπικού στοιχείου. Και αυτό συνοδευόταν από αυτή την αδιαφορία ή την τύφλωση που είχε για τις εκφράσεις. Για όλους εμάς, ένα πρόσωπο είναι το ίδιο το άτομο που κοιτάει προς τα έξω· βλέπουμε το άτομο διαμέσου του προσωπείου του (persona), της εικόνας που δείχνει προς τα έξω, διαμέσου του προ- σώπου του, δηλαδή. Αλλά για το δρ Π. δεν υπήρχε προσωπείο με αυτή την έννοια, κανένα εξωτερικό προσωπείο, και κανένα άτομο κρυμμένο πίσω από αυτό το προσωπείο. Πηγαίνοντας προς το σπίτι του, είχα σταματήσει και είχα αγοράσει ένα χτυπητό κόκκινο τριαντάφυλλο για την μπουτονιέρα μου. Το έβγα λα και του το έδωσα. Το πήρε σαν να ήταν βοτανολόγος ή μορφολογι- στής που του έδιναν ένα σπάνιο δείγμα και όχι σαν κάποιος που του δίνουν απλώς ένα λουλούδι. — Γύρω στις έξι ίντσες μήκος, σχολίασε. Μία καμπυλωτή κόκκινη φόρμα με ένα γραμμικό πράσινο στέλεχος. — Ναι, είπα ενθαρρυντικά. Και τι νομίζετε ότι είναι, δρ Π.; — Δεν είναι εύκολο να πει κανείς. (Έμοιαζε μπερδεμένος.) Λείπει η απλή συμμετρία των γεωμετρικών στερεών, αν και έχει μια δική του ανώτερη συμμετρία... Θα μπορούσε να είναι ένα φυτό με τους ανθούς του ή ένα λουλούδι. — Θα μπορούσε; ρώτησα. — Θα μπορούσε, με βεβαίωσε. — Μυρίστε το, του πρότεινα φέρνοντάς τον και πάλι σε αμηχανία, λες και του είχα ζητήσει να μυρίσει κάποια ανώτερη συμμετρία. Συμμορφώθηκε, παρ' όλα αυτά, με ευγένεια και το πλησίασε στη μύτη του. Ζωντάνεψε απότομα: — Υπέροχο! αναφώνησε. Ένα πρώιμο τριαντάφυλλο. Τι ουράνια μυ ρωδιά! Άρχισε να μουρμουρίζει: «Die Rose, die Lillie...» Έμοιαζε σαν η πραγ ματικότητα να του μεταβιβαζόταν μέσω της όσφρησης, όχι μέσω της όρασης. Δοκίμασα ένα τελικό τεστ. Ήταν μια κρύα μέρα στην αρχή της άνοι ξης και είχα αφήσει το παλτό μου και τα γάντια μου πάνω στον κανα πέ. — Τι είναι αυτό; ρώτησα σηκώνοντας ένα γάντι. — Μπορώ να το εξετάσω; ρώτησε και, παίρνοντάς το, άρχισε να το εξετάζει με τον ίδιο τρόπο που είχε εξετάσει τα γεωμετρικά σχήματα. — Μία συνεχής επιφάνεια,